Βιβλική και Πλατωνική Ανθρωπογνωσία, Δύο Διαφορετικοί Δρόμοι Θεωρήσεως
Βιβλική και Πλατωνική Ανθρωπογνωσία, Δύο Διαφορετικοί Δρόμοι Θεωρήσεως
Συγγραφή: Μιχάλης Μπατής (Σεπτέμβριος 29, 2018)
«D’où venons–nous; Que sommes–nous; Où allons-nous;», δηλαδή: «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;» Τρία θεμελιώδη ερωτήματα με τα οποία τιτλοφόρησε έναν φημισμένο πίνακά του ο Πολ Γκογκέν, κρατώντας έτσι ζωντανές μέχρι σήμερα τις προσωπικές του υπαρξιακές ανησυχίες. Φυσικά, ο Γκογκέν δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε το τελευταίος που τον απασχόλησαν τα εν λόγω ερωτήματα. Απεναντίας, εδώ και χιλιετίες αυτά απασχολούν τη διάνοια κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Σε αυτά, λοιπόν, τα πανανθρώπινα ερωτήματα η Βίβλος και ο Πλάτων έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις, υποδεικνύοντας όμως δύο πολύ διαφορετικούς δρόμους για την προέλευση, την ουσία και τον προορισμό της ανθρώπινης ζωής.
Paul Gauguin
Κατά τη Βίβλο, ο άνθρωπος είναι χωματένιος, γήινος(1), φτιάχτηκε για να φροντίζει τη γη(2) και να ζει σε αυτήν(3), καθώς αυτή είναι το φυσικό σπίτι του(4). Ο δε θάνατος είναι εχθρός του ανθρώπου (5), είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας(6) , του αποχωρισμού του από την πηγή της ζωής(7), που είναι ο Θεός, ενώ η λύτρωση του ανθρώπου, η αιώνια ζωή, θα έρθει μέσω της επανασύνδεσής του με τον Θεό διά του αίματος του Χριστού(8), ο οποίος κάνει ανάσταση νεκρών(9) και μάλιστα χαρίζει αθανασία σε ορισμένους υπό κάποιες προϋποθέσεις(10).
Κατά τον Πλάτωνα, ο πραγματικός άνθρωπος είναι η άυλη ψυχή(11), η οποία εκ φύσεως διαθέτει αθανασία. Αυτή προϋπήρχε σε μια ουράνια κατάσταση, αλλά λόγω κάποιων «οφειλών» εγκλωβίστηκε στο σώμα, το οποίο αποκαλείται «τάφος» (σήμα) και «φυλακή» (δεσμωτήριον) της ψυχής(12). Επομένως, ο θάνατος του σώματος είναι φίλος του ανθρώπου γιατί επιτρέπει στην ψυχή να ελευθερωθεί και να επιστρέψει τελικά στην ουράνια κατάστασή της(13) . Ωστόσο, όσων οι ψυχές εντρύφησαν στις ηδονές του σώματος, αυτές θα υποστούν επιπλέον ενσαρκώσεις (14) και, αν μάλιστα κριθούν αθεράπευτες, θα βασανίζονται αιώνια στον Τάρταρο.
Όταν κανείς αντιλαμβάνεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της βιβλικής και της πλατωνικής ανθρωπολογίας, δεν μπορεί παρά να απορεί για το γεγονός ότι πολλοί στοχαστές, φιλόσοφοι και θεολόγοι έχουν συσχετίσει και συνδυάσει τούτες τις δύο ανθρωπογνωσίες σαν να επρόκειτο για απόψεις συγγενικών έργων.
Επί παραδείγματι, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, Ιουδαίος φιλόσοφος που ήταν σύγχρονος του Χριστού, πίστευε ότι ο Πλάτων αναπαρήγαγε ιδέες τις οποίες είχε πάρει από το βιβλικό βιβλίο της Γένεσης. Κατά την αλληγορική (16) ερμηνεία του Φίλωνος, ο Παράδεισος βρίσκεται στον ουρανό, αλλά η αμαρτία είχε ως αποτέλεσμα τη φυλάκιση της ψυχής στο σάρκινο σώμα. Η πτώση της ψυχής από την ουράνια μακαριότητα μέσα στο σώμα θεωρούσε ότι συμβολίζεται από τους δερμάτινους χιτώνες που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ και στην Εύα να φορέσουν κατά την έξωσή τους από τον Κήπο.
Μολονότι οι μεταγενέστερες Χριστιανικές Γραφές, ή αλλιώς «Καινή Διαθήκη», πουθενά δεν μνημονεύουν τον Φίλωνα, ούτε και χρησιμοποιούν τη φιλοσοφία στην ανάλυση και την παρουσίαση του Ευαγγελίου (ενώ αντιθέτως η Καινή Διαθήκη συνεχίζει τη σκέψη της Παλαιάς ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον εξελληνισμένο Ιουδαϊσμό), αυτός έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στους Χριστιανούς φιλοσόφους του 2ου αιώνα και επηρέασε δραστικά τις απόψεις τους σε βασικά θέματα, ώστε να θεωρείται σήμερα ως ο «πρώτος εκ των Πατέρων της Εκκλησίας». Το αποτέλεσμα ήταν οι Χριστιανοί θαυμαστές του να υιοθετήσουν την άποψη περί της δήθεν συγγένειας Πλάτωνος και Βίβλου, ώστε «όλοι οι Απολογητές και μετά απ’ αυτούς το σύνολο περίπου της χριστιανικής λόγιας παράδοσης δέχεται, ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι γνώριζαν τη θρησκεία της Π. Διαθήκης είτε εξ απευθείας ανάγνωσης της Πεντατεύχου είτε μέσω της Αιγύπτου». Μερικοί μάλιστα έφτασαν σε πιο ακραίες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, «ο Ιππόλυτος από το δεύτερο αιώνα απέδωκε τις Πλατωνικές ιδέες στο Πνεύμα του Θεού», ενώ ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο πρώτος Χριστιανός φιλόσοφος , υποστήριζε πως ο σπερματικός Λόγος του Θεού είχε φωτίσει τους Έλληνες φιλοσόφους .
Τα αίτια της σύγχυσης
Για ποιον λόγο αυτοί οι μορφωμένοι απολογητές του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού ασπάστηκαν τούτες τις εσφαλμένες θέσεις; Οι Ιουδαίοι και οι Χριστιανοί αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση ενός ελληνορωμαϊκού κόσμου που ήταν βουτηγμένος στην ειδωλολατρία και τον ηδονισμό. Από την άλλη μεριά, η ελληνική φιλοσοφία, και ειδικότερα ο Πλατωνισμός, φαινόταν να συμφωνεί με τη Βίβλο ως προς τον μονοθεϊσμό και την έμφαση στις υψηλές πνευματικές αξίες και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε ως ισχυρός σύμμαχός τους. Επιπλέον, στο μέρος όπου διαμορφώθηκε ο πυρήνας της παραδοσιακής χριστιανικής θεολογίας, δηλαδή η πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Γνωστικισμός αποτελούσε ισχυρή επιρροή, εφαρμόζοντας έναν ξέφρενο συγκρητισμό μεταξύ Βίβλου, Πλατωνισμού και ανατολικών θρησκειών, που περιλάμβανε την ιδέα της αθανασίας της ψυχής και της υποτίμησης του σώματος. Και παρά την ανοιχτή αντιπαράθεση των χριστιανών πρεσβυτέρων και απολογητών με τους Γνωστικούς, για πολλούς τα όρια μεταξύ Γνωστικισμού και Χριστιανισμού ήταν ασαφή. Παραδείγματος χάριν, η ψευδοκλημέντεια Β προς Κορινθίους επιστολή, ένα από τα πρώτα έργα όπου γίνεται νύξη στη διπλή σύσταση του ανθρώπου από ψυχή και σώμα, φαίνεται να θεωρεί αυθεντία το γνωστικό Κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλιο ή Ευαγγέλιο του Θωμά.
Παράλληλα, τα ελληνικά διανοητικά επιτεύγματα γοήτευαν Ιουδαίους και Χριστιανούς σε τέτοιον βαθμό, ώστε να θέλουν να παρουσιάσουν τη βιβλική θρησκεία ως φιλοσοφικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, επιδίωκαν την «ορθολογιστική εξήγηση των Γραφών» και επιδίδονταν στη «συστηματική απόπειρα της εναρμονίσεως της Χριστιανικής Πίστεως με τα ελεύθερα συμπεράσματα της ανθρώπινης διανοήσεως. Όπως σήμερα πολλοί θεολόγοι πασχίζουν να εναρμονίσουν την ευρέως αποδεκτή θεωρία της εξέλιξης με τη βιβλική Δημιουργία, παρόμοια και τότε Ιουδαίοι και Χριστιανοί αναμίγνυαν τη βιβλική ανθρωπολογία με την ελληνική, που ήθελε τη μυστηριώδη δύναμη της ψυχής να κυβερνά το σώμα. Μάλιστα, μέσω της δοξασίας πλατωνικής ψυχής οι Πατέρες της Εκκλησίας μπορούσαν να εξηγήσουν «επιστημονικά» το πώς οι ανεστημένοι διατηρούν την ίδια προσωπικότητα και μνήμη που είχαν πριν τον σωματικό τους θάνατο. (Το δε ιλαροτραγικό τούτης της ιστορίας είναι ότι, ενώ οι αρχαιοελληνικές απόψεις περί ψυχής έχουν διαψευστεί από τη σύγχρονη επιστήμη, καθότι πλέον έδρα της προσωπικότητας θεωρείται τεκμηριωμένα ο υλικός εγκέφαλος και όχι κάποια άυλη ουσία, τα δόγματα που επηρεάστηκαν από εκείνες τις απόψεις συνεχίζουν να διδάσκονται και να είναι αποδεκτά από εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι, διατηρώντας τα, προσκολλώνται στη Βίβλο.)
Φυσικά, όπως αναφέρεται στο λήμμα «Πλάτων και Πλατωνισμός» της Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, το αφύσικο πάντρεμα Βίβλου και Πλατωνισμού βασίστηκε στη διαστρέβλωση και των δύο, στην «αντι-ιστορική προσέγγιση και στις απλοϊκές μεθόδους ερμηνείας των κειμένων, τόσο των ειδολολατρικών όσο και των χριστιανικών». Αμέσως μετά, το λήμμα αναφέρεται συγκεκριμένα στη χριστιανική δοξασία της αθανασίας της ψυχής ως καρπό τούτης της διαστρέβλωσης.
Αναμφίβολα, μεγάλο τόπο για αυτή τη διαστρέβλωση έδωσε η διασπορά και ο εξελληνισμός των Ιουδαίων, οι οποίοι είχαν χάσει την επαφή τους με τη γλώσσα των Εβραϊκών Γραφών και είχαν επηρεαστεί από τον πλατωνισμό, αλλά και η σταδιακή απομάκρυνση των Χριστιανών από τις εβραϊκές-παλαιοδιαθηκικές ρίζες του Ευαγγελίου με την ελάττωση του αρχικού εβραϊκού πυρήνα της χριστιανικής εκκλησίας, που φυσικά περιλάμβανε και τους ίδιους τους αποστόλους. Πολλοί, επομένως, αδυνατούσαν να κατανοήσουν σε επαρκή βαθμό τις εβραϊκές σημασίες που έφεραν οι ελληνικές λέξεις τόσο της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα όσο και των Χριστιανικών Γραφών, όπως «ψυχή», «πνεύμα», «σάρκα», τις οποίες και κατανοούσαν με ελληνιστικό τρόπο. Όπως λέει η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια για τους Πατέρες της Εκκλησίας που διαμόρφωσαν το περί ψυχής δόγμα, «συχνά, φαίνεται ότι διαβάζουν τις Γραφές με ελληνικές διάνοιες, ερμηνεύουν ορισμένες σημιτικές εκφράσεις σύμφωνα με το δικό τους υπόβαθρο».—I.C. Brady, «Human Soul», New Catholic Encyclopedia, Gale Thomson, 2003, τόμ. 13, σελ. 342.
Θα ήταν παράληψή μας, όμως, αν περιοριζόμασταν απλώς στην επίδραση της διανόησης και της φιλοσοφίας. Η ελκυστική και ευφυής θεωρία του Πλατωνισμού ήταν η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη ήταν η μυστικιστική πρακτική του. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο πλατωνισμός εξ’ αρχής και επί πολλούς αιώνες τροφοδοτούνταν από τη μυστικιστική ομάδα των Πυθαγορείων. Όταν το λαμβάνουμε αυτό υπόψη, δεν παραξενευόμαστε για το ό,τι η μαιευτική του Σωκράτη, του δασκάλου του Πλάτωνος, αποτελούσε προσπάθεια ανάκλησης των γνώσεων που η ψυχή κατείχε πριν ενσαρκωθεί, ενώ ο ίδιος ο Σωκράτης αναφερόταν στο «δαιμόνιο» που τον ενέπνεε.
Τα θρησκευτικά στοιχεία που εξαρχής έφερε μέσα του ο Πλατωνισμός ισχυροποιήθηκαν στο διάβα των ετών, και έτσι ο Μέσος Πλατωνισμός και ο Νεοπλατωνισμός απέκτησαν έντονο θρησκευτικό και μυστικιστικό χαρακτήρα. Για την υπερφυσική εμπειρία της θεϊκής γνώσης που αποκτά η ψυχή μιλούν οι ύστεροι πλατωνιστές, όπως ο Φίλων, ο Πλούταρχος, ο Πλωτίνος, καθώς και οι Χριστιανοί ασκητές της ερήμου, ο Αυγουστίνος ο Ψευδο-Διονύσιος και άλλοι. Από την άλλη μεριά, ο Τερτυλλιανός, που εξέφραζε απερίφραστα την αποστροφή του για τους Χριστιανούς Πλατωνιστές των ημερών του, βάσιζε τις απόψεις του περί ψυχής στις υπερφυσικές εμπειρίες των Μοντανιστών.
Πλατωνισμός στον χριστιανισμό – κατά το μάλλον ή ήττον
Θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι αποκορύφωμα της επιρροής του Πλατωνισμού στους Χριστιανούς θεολόγους ήταν η περίπτωση του Ωριγένη, ο οποίος έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει ότι η ψυχή προϋπάρχει του σώματος και φυλακίζεται σε αυτό, ότι η ψυχή εξαγνίζεται μέσω του καθαρτηρίου πυρός και ότι οι ψυχές ορισμένων θα υποστούν μετενσαρκώσεις. Μολονότι αυτές οι απόψεις ήταν παντελώς αντίθετες με τις Γραφές, το κλίμα της σύγχυσης και του δογματικού φιλελευθερισμού εκείνης της εποχής επέτρεψε στον Ωριγένη να απολαμβάνει τη φήμη του μεγαλύτερου θεολόγου και να τιμάται από ηγετικές φυσιογνωμίες της Ορθόδοξης θεολογίας. Όπως λέει ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σκουτέρης: «Ο Ωριγένης έδωσε νέα ώθηση στη διαμόρφωση και στη διατύπωση της χριστιανικής διδασκαλίας. Αυτό φαίνεται από την επίδραση που είχε το έργο του σε μεταγενέστερους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Δεν θα ήταν υπερβολή αν σημείωνε κανείς ότι με τον Ωριγένη ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στη θεολογία. Ο Ωριγένης, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εκκλησιαστικό συγγραφέα των πρώτων χριστιανικών χρόνων, άφησε έντονα ίχνη στη θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αξιοποιήθηκαν από μεταγενέστερους θεολόγους, κυρίως από τον Αθανάσιο και τους Καππαδόκες. Είναι, κατά συνέπεια, πρόδηλο ότι η συμβολή του Ωριγένη στη διαμόρφωση και στην ιστορική εξέλιξη του δόγματος υπήρξε αν όχι καθοριστική, οπωσδήποτε σημαντική».
Ναι, ο Ωριγένης «άσκησε τεράστια επίδραση στη θεολογική σκέψη της Εκκλησίας και εντελώς ξεχωριστά στην ερμηνεία των Αγίων Γραφών», επισημαίνει ο καθηγητής θεολογίας Σάββας Αγουρίδης. Και μολονότι αργότερα αφορίστηκε και οι απόψεις του περί προΰπαρξης των ψυχών και καθαρτηρίου πυρός καταδικάστηκαν επισήμως, αυτό δεν έγινε παρά τριακόσια χρόνια αργότερα, με τις αποφάσεις της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου το 553.
Μήπως η εν λόγω Σύνοδος απάλλαξε τη χριστιανική δογματική από κάθε στοιχείο του Πλατωνισμού; Ελάχιστοι επιστήμονες θα το έλεγαν αυτό. Η πλατωνική επίδραση του Ωριγένη ήταν καταλυτική στην Ανατολή, όπως υπήρξε και του νεοπλατωνίζοντα Αυγουστίνου στη Δύση, και θα ήμασταν αστείοι αν λέγαμε ότι αυτή περιοριζόταν στην προΰπαρξη των ψυχών και στη μετενσάρκωση, θέσεις εξαιρετικά ακραίες και εμφανέστατα αντιβιβλικές.
Όπως θα δούμε σε μελλοντικό άρθρο, πλατωνικές απόψεις που αφορούν στη φύση της ψυχής, όπως περί άυλου και αθανασίας, και στην υποτίμηση του σάρκινου σώματος έγιναν αναπόσπαστο μέρος του παραδοσιακού Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και λέει η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια: «Η χριστιανική αντίληψη περί μιας πνευματικής ψυχής, δημιουργημένης από τον Θεό και εμφυσημένης στο σώμα κατά τη σύλληψη, προκειμένου ο άνθρωπος να γίνει ζωντανή ολότητα, αποτελεί καρπό μιας μακράς εξέλιξης στη χριστιανική φιλοσοφία. Μόνο με τον Ωριγένη στην Ανατολή και τον Άγιο Αυγουστίνο στη Δύση, η ψυχή καθιερώθηκε ως μια πνευματική ουσία και διαμορφώθηκε μια φιλοσοφική αντίληψη σχετικά με τη φύση της».
Επομένως δεν πρέπει να μας προξενεί έκπληξη που ο Μητροπολίτης Περγάμου και ακαδημαϊκός Ιωάννης Ζηζιούλας, αν και τονίζει τη μη ταύτιση πλατωνικής και Ορθόδοξης άποψης, παραδέχεται ότι καθαυτό το δόγμα της αθανασίας της ψυχής «δεν είναι χριστιανικής προελεύσεως» αλλά αποτελεί «πλατωνική ιδέα» που υιοθέτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία . Τη συγκεκριμένη άποψη του Ζηζιούλα αποδέχεται και σε δικό του βιβλίο ο Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος (470. Επίσης, η Εγκυκλοπαίδεια της θρησκείας αναφέρει πιο συγκεκριμένα: «Ο Γρηγόριος Νύσσης (περ. 330–περ. 395), ο Νεμέσιος (που ήταν επίσκοπος Εμέσης προς το τέλος του 4ου αιώνα) και ο Έλληνας θεολόγος Μάξιμος ο Ομολογητής (περ. 580-662) ερμήνευσαν τις βιβλικές απόψεις περί ψυχής ακολουθώντας την πλατωνική γραμμή και εν γένει την παράδοση του Ωριγένη και της σχολής του» .
Ένα βιβλίο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος γράφει για τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο: «Ο πατήρ, συνδυάζοντας την ιουδαϊκή με την αρχαιοελληνική (πλατωνική) έννοια της ψυχής, κάποιες φορές ερμηνεύει ακόμα και την ιουδαϊκή έννοια της ψυχής πλατωνικά, ως το πνευματικό δηλαδή εκείνο συστατικό του ανθρώπου . Η ψυχή τότε εκλαμβάνεται ως η έδρα της νόησης, των συναισθημάτων και της ολόκαρδης αφοσίωσης». Ήδη, όμως, το 1906 η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια απέρριπτε την ιδέα ότι στις Εβραϊκές Γραφές διδάσκεται η αθανασία της ψυχής και έλεγε χωρίς περιστροφές: «Η πεποίθηση ότι η ψυχή συνεχίζει την ύπαρξή της μετά τη διάλυση του σώματος πουθενά δεν διδάσκεται ρητά στην Αγία Γραφή. Η πίστη στην αθανασία της ψυχής έφτασε στους Ιουδαίους από την επαφή τους με την ελληνική σκέψη και κυρίως μέσω της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του βασικού εκφραστή της».
Όπως επηρεάστηκαν οι Ιουδαίοι φιλόσοφοι, έτσι επηρεάστηκαν και οι Χριστιανοί φιλόσοφοι. Ένα εγχειρίδιο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης αναφέρει: «Τα χριστιανικά δόγματα έχουν δύο πηγές. Η πρώτη είναι ο Ιουδαϊσμός της εποχής του δεύτερου Ναού, ο οποίος παρείχε την ιδέα της ανάστασης του σώματος. (Η Καινή Διαθήκη καταγράφει το ότι οι Φαρισαίοι πίστευαν σε σωματικές αναστάσεις, αλλά ότι οι Σαδδουκαίοι δεν πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή. Ο Ιησούς υπερθεμάτισε το πρώτο, το οποίο και εδραιώθηκε ως χριστιανικό δόγμα με τη δική του σωματική ανάσταση.) Η δεύτερη πηγή ήταν η ελληνική φιλοσοφία, που παρείχε την ιδέα της αθανασίας της ψυχής» (Cullman 1973).
Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα συμφωνεί: «Οι αρχαίοι Χριστιανοί φιλόσοφοι υιοθέτησαν την ελληνική αντίληψη περί της αθανασίας της ψυχής και θεώρησαν την ψυχή ως δημιούργημα του Θεού που εμφυσείται στο σώμα κατά τη σύλληψη». Το ίδιο κάνει και η Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας εκδόσεων Ρούτλετζ: «Η χριστιανική θεολογία, πιστεύοντας στη μετά θάνατον ζωή, το βρήκε φυσικό να υιοθετήσει την αντίληψη του Πλάτωνος περί της ψυχής» (530). Η Εγκυκλοπαίδεια Ενκάρτα παρατηρεί: «Το χριστιανικό δόγμα περί ψυχής έχει δεχθεί ισχυρή επιρροή από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη» Ο Γιαρουσλάβ Πέλικαν, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους ειδικούς επί του θέματος, αφού παρουσιάζει τις ομοιότητες του Περί ψυχής και αναστάσεως του Γρηγορίου Νύσσης με τον Φαίδωνα του Πλάτωνος, καταλήγει: «Η ιδέα της αθάνατης και λογικής ψυχής είναι μέρος της ελληνικής κληρονομιάς στο χριστιανικό δόγμα». Και ο ευσεβής Ορθόδοξος φιλόλογος και θεολόγος Δρ. Γεώργιος Φουντουλάκης παραδέχεται σε μια συνοπτική πραγματεία του περί της ψυχής: «Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και μάλιστα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είπαν πολλά για την αθανασία της ψυχής. Και με τις φιλοσοφικές θεωρίες τους επηρέασαν τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και τους μεταγενέστερους φιλόσοφους και θεολόγους Η φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Πλωτίνου επηρέασε πιο πολύ τη Βυζαντινή Φιλοσοφία και Θεολογία, καθώς και όλη τη σκέψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας .
Συμπερασματικά η πλειονότητα των ακαδημαϊκών αναγνωρίζει την παραμόρφωση της βιβλικής ανθρωπολογίας από τις ισχυρές πλατωνικές απόψεις. Και ήδη από τον 19ο αιώνα είχαν τεθεί οι επιστημονικές βάσεις για να διαχωριστούν οι γνήσιες βιβλικές από τις πλατωνικές και όποιες άλλες ελληνικές θέσεις, και αυτός ο διαχωρισμός έχει πλέον πολλά τεκμήρια στη διάθεσή του και έχει προχωρήσει σε μεγάλο βάθος.
Βέβαια, ακόμη και πριν από τη συστηματική βοήθεια της επιστήμης των βιβλικών γλωσσών και της θρησκειολογίας, υπήρξαν άνθρωποι που είχαν αντιληφθεί πως ορισμένες παραδοσιακές δοξασίες για την ψυχή και τη μετά θάνατον ζωή δεν μπορούσαν να στηριχθούν πραγματικά στη Βίβλο. Ονομαστά παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων είναι ο Τζόν Μίλτον (1608-1674), ο Χένρι Ντοντγουελ (1641-1711) και ο Χένρι Γκρού (1781-1862). Αυτό κυρίως ήταν αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι το δόγμα της αθανασίας της ψυχής συγκρούεται μετωπικά με τη σαφή βιβλική διδασκαλία ότι η αιώνια ζωή είναι δώρο Θεού μέσω της θυσίας και της ανάστασης του Χριστού.
Ωστόσο, η συστηματική μελέτη των βιβλικών γλωσσών και της ιστορίας της θρησκείας μάς παρέχει κάποια εργαλεία ώστε να ορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη βιβλική ανθρωπολογία, την ελληνική ή, ειδικότερα την πλατωνική, και να εξακριβώσουμε τα σημεία και τον τρόπο με τον οποίο υπήρξε επίδραση από τη μία στην άλλη.
Παραπομπές
Γένεση 2:7.
Γένεση 2:15.
Ησαΐας 45:18.
Ψαλμός 115:16.
1 Κορινθίους 15:26.
Ρωμαίους 6:23.
Ψαλμός 36:9.
Κολοσσαείς 1:21, 22.
1 Κορινθίους 15:21, 22.
Ιωάννης 3:3-6· Ρωμαίους 8:17· 2 Τιμόθεο 2:11· Αποκάλυψη 2:10, 11.
Αλκιβιάδης 130c.
Γοργίας 493a· Κρατύλος 400c.
Φαίδων 64a, 66b, 67a, 68b, 69c.
Φαίδων 81d-e· Ellen Wagner, Essays on Plato’s psychology, Lexington Books, 2001, σελ. 274.
Φαίδων 113e.
Ως αλληγορική ερμηνεία εννοείται εδώ ο συστηματικός αποσυμβολισμός των μύθων με σκοπό την αποκάλυψη και ανάδειξη μεγάλων, απόκρυφων αληθειών. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας καθιερώθηκε από τους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τους στωικούς, σε μια προσπάθεια να συμβαδίσουν οι αρχαίοι μύθοι, π.χ. του Ομήρου και του Ησίοδου, με τα τότε σύγχρονα πορίσματα της διανόησης. (Βλ. J. Tate, “On the History of Allegorism”, The Classical Quarterly, Cambrige University Press, τόμ. 28, τεύχ. 2 (Απρ., 1934), σελ. 105-114) Διαθέτοντας αυτό το απατηλό διανοητικό εργαλείο, ο Φίλων υποστήριξε ότι οι Εβραϊκές Γραφές, δηλαδή η καθ’ ημάς «Παλαιά Διαθήκη», είναι συγγενείς με τον Πλατωνισμό. Ως εκ τούτου, ενώ ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, διατηρούσε την ψευδαίσθηση πως έμενε πιστός στη Βίβλο.—David Winston, “Philo Judaeus”, The Encyclopedia of Religion (2η έκδ.), Thomson
<< Επιστροφή στην Αρχική σελίδα