Η τριάδα του Αρειανισμού
Η τριάδα του αρειανισμού
Συγγραφή: Ευάγγελος Δ. Κεπενές (Ιούλιος 27, 2024, 15:15)
Η πατερική δογματική αναφορικά με το "χριστιανικό" τριαδικό δόγμα, το οποίο οριστικοποιήθηκε τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. μέσα από πολλές εκδοχές και φιλονικίες, ήταν πολιτική αναγκαιότητα που επιβλήθηκε με το σπαθί των Ρωμαίων. Ανέτρεψε τον βιβλικό θεομονισμό και ήταν αποτέλεσμα θρησκευτικού συγκρητισμού σε μια εποχή όπου οι τριαδικές λατρείες του πολυθεϊσμού με θεανθρώπους λυτρωτές ήταν οι δημοφιλέστερες. Οι αιμοσταγείς ειδωλολάτρες Ρωμαίοι αυτοκράτορες δεν είχαν σκοπό να υπακούσουν στο Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, αλλά να επιβάλλουν μία φοβική δεισιδαιμονική θρησκεία που θα ομογενοποιούσε τις διαφορετικές εθνότητες της επικράτειας τους υποσχόμενοι στους υπηκόους τους ευμάρεια και διαιώνιση της μοναρχίας των. Μία εκδοχή τριαδικού δόγματος ήταν αυτή του Αρειανισμού.
«Ὁ Θεὸς [...] ἀρχὴν τὸν Υἱὸν ἔθηκε τῶν γενητῶν ὁ ἄναρχος,
καὶ ἤνεγκεν εἰς Υἱὸν ἑαυτῷ τόνδε τεκνοποιήσας,
Ἴδιον οὐδὲν ἔχει τοῦ Θεοῦ καθ’ ὑπόστασιν ἰδιότητος·
οὐδὲ γάρ ἐστιν ἴσος, ἀλλ’ οὐδὲ ὁμοούσιος αὐτῷ. [...]
Ἤγουν Τριάς ἐστι δόξαις οὐχ ὁμοίαις·
ἀνεπίμικτοι ἑαυταῖς εἰσιν αἱ ὑποστάσεις αὐτῶν,
μία τῆς μιᾶς ἐνδοξοτέρα δόξαις ἐπ’ ἄπειρον.
Ξένος τοῦ Υἱοῦ κατ’ οὐσίαν ὁ Πατήρ, ὅτι ἄναρχος ὑπάρχει».
Απόδοση: «Ο Θεός [...] που είναι χωρίς αρχή έκανε τον Γιο αρχή των δημιουργημάτων, Τον παρήγαγε ως γιο για τον εαυτό του μέσω τεκνοποίησης. [Ο Γιος] δεν έχει κανένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ύπαρξης του Θεού· Διότι δεν είναι ίσος ούτε ίδια ύπαρξη (της ίδιας ουσίας) με εκείνον. [...] Συνεπώς υπάρχει Τριάδα, όχι όμοιας δόξας. Οι υπάρξεις (υποστάσεις) τους δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους. Όσον αφορά στη δόξα του καθενός τους, η μία είναι απείρως πιο ένδοξη από την άλλη. Ο Πατέρας είναι ξένος προς τον Γιο ως προς την ουσία του, επειδή Αυτός υπάρχει χωρίς αρχή».
«Ο Άρειος πίστευε στη θεϊκή τριάδα, η οποία όμως δεν ήταν αιώνια αλλά σχηματίστηκε σταδιακά: ο Θεός ήταν αρχικά η αιώνια «μονάδα», η «δυάδα» ήρθε σε ύπαρξη όταν γεννήθηκε ο Γιος και η «τριάδα» υπήρξε όταν παράχθηκε το Πνεύμα, δηλαδή η σοφία του Θεού.»
«Ο Άρειος αναγνώριζε ότι ήταν αναγκαία η αποδοχή της Ωριγενιστικής αντίληψης της υπόστασης. Έφτασε μάλιστα έως του σημείου, και καταφανώς όπως ο Ωριγένης, να αναφέρεται σε τρεις υποστάσεις, δηλ. τρία πρόσωπα —τον Πατέρα, τον Γιο και το Άγιο Πνεύμα. Συνεπώς ο Άρειος αποδεχόταν επίσης μια ανώτερη Τριάδα [...] σύμφωνα με τη γενικότερη τροπή που είχε πάρει το δόγμα περί Θεού από τον δεύτερο αιώνα και έπειτα». (Bernhard Lohse, A Short History of Christian Doctrine, Fortress Press, 1985, σελ. 49)
Το συγγραφικό έργο του Άρειου
«Η θεολογική παραγωγή του Αρείου δεν φαίνεται να υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη, οπωσδήποτε όμως όχι και τόσο αντίστοιχη με τον σάλο που δημιούργησε στην Εκκλησία του τετάρτου αιώνα. Ενώ όμως η από πλευράς παραγωγής η συγγραφική έκταση δεν ήταν μεγάλη, το μέγεθος του ατοπήματος του, δηλαδή η άρνηση της θεότητας του Χριστού, ήταν τέτοιου μεγέθους θεολογική παρέκκλιση, ώστε κατ’ ουσίαν κατέστρεφε τα θεμέλια του χριστιανικού οικοδομήματος. Ο Άρειος έγραψε επιστολές, ομολογίες πίστεως, λαϊκούς ύμνους, στους οποίους παρουσιάζει τις θεολογικές του απόψεις, τις οποίες περιέβαλε στο έργο του Θαλία. Τα περισσότερα έργα του Αρείου δεν διασώθηκαν. Ο Μέγας Αθανάσιος στο Περί της εν Νικαία Συνόδου έργο του διασώσει το αυτοκρατορικό Κατά του Αρείου Διάταγμα, του έτους 333, στο οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος χαρακτηρίζει τους Αρειανούς ως «ὁμογνώμωνας Πορφυριανούς»[1].
Παρακάτω θα αναφέρουμε τα σημαντικότερα έργα του Αρείου.
Α) Επιστολή Προς Ευσέβιον Νικομηδείας: Η επιστολή αυτή διασώζεται και από τον Επιφάνιο και τον Θεοδώρητο σε πρωτότυπη μορφή, ενώ παράλληλα σώζεται και σε δύο αρχαίες λατινικές μεταφράσεις. Εδώ ο αιρεσιάρχης εκφράζει τα παράπονά του για τον διωγμό που υπέστη αυτός και οι οπαδοί του από τον Αλέξανδρο και εκθέτει τις απόψεις του κατά τρόπον ευθαρσή και ειλικρινή, τονίζοντας ότι ο μεν Θεός Πατέρας είναι άναρχος, ο δε Υιός, αν και πλήρης Θεός, δεν είναι άναρχος ή αγένητος ή μέρος του αγενήτου, αλλά ήρθε σε ύπαρξη από την ενέργεια της ελεύθερης θέλησης του Θεού. Καταλήγει επικαλούμενος την βοήθεια του Ευσεβίου, τον οποίο και αποκαλεί «συλλουκιανιστή». Γράφτηκε πιθανότατα στην Παλαιστίνη το 319[2].
Β) Έκθεση Πίστεως του Αρείου και των ομοφρόνων του προς τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας: Η επιστολή διασώζεται από τον Μέγα Αθανάσιο και τον Επιφάνιο, ενώ στα λατινικά την διασώζει ο Ιλάριος Πικταβίου. Πρόκειται για μια έκθεση πίστεως ή ομολογίας συλλογικού χαρακτήρα, η οποία υποβλήθηκε από τον Άρειο και τους συνεξορίστους του κληρικούς στην πρώτη σύνοδο της Νικομηδείας και στάλθηκε ως επιστολή στον Αλέξανδρο. Στην έκθεση αυτή αποφεύγονται οι προκλητικές εκφράσεις και ο Υιός θεωρείται γεννηθείς προ των αιώνων, αν και δεν υπήρχε, πριν γεννηθεί. Η επιστολή αυτή απορρίφθηκε από την σύνοδο της Αλεξάνδρειας του 321. Όπως διασώζει ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Κατά Ευνομίου, είναι πιθανόν ότι ο Άρειος έστειλε στον Αλέξανδρο την ίδια περίοδο ακόμη μια επιστολή ομολογιακού χαρακτήρα[3].
Γ) Έκθεση πίστεως του Αρείου στον Μέγα Κωνσταντίνο: Υποβλήθηκε και από τον Ευζώϊο στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στα τέλη του 327 και διασώζεται από τους ιστορικούς Σωκράτη και Σωζομενό. Σε αυτή την επιστολή ο Άρειος συγκαλύπτει τα φρονήματά του και αναφέρει για τον Υιό ότι «γεγενημένον ἐκ τοῦ Πατρὸς πάντων τῶν αἰώνων». Η συγκάλυψη γίνεται μέσω της λέξης γεγενημένος, η οποία γράφεται με ένα ν και σημαίνει δημιουργία και όχι γέννηση. Ύστερα από τη έκθεση αυτή ο Άρειος απαλλάχτηκε από την τιμωρία που του είχε επιβληθεί και έγινε δεκτός από την σύνοδο της Νικομηδείας. Πιθανολογείται ότι ο Άρειος υπέβαλλε ακόμη μια έκθεση πίστεως προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το 336, λίγο πριν δηλαδή γίνει και επίσημα δεκτός από την Εκκλησία[4].
Δ) Θαλία, Συμπόσιο[5]: Αποτελεί το σπουδαιότερο έργο του Αρείου. Είναι συντεταγμένο σε στίχους γραμμένους σε δακτυλικό εξάμετρο και δεν φαίνεται να έχουν σχεση μετρική – όπως λέγεται – με τους στίχους του Στωάδη, γνωστού για τα ευτράπελα του, κατάλληλα για διασκεδάσεις[6]. Σε αυτό περιλαμβάνονται συστηματικά οι θεολογικές απόψεις του Αρείου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο προοίμιο, όπου ο συγγραφέας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση. Μερικά μέρη του έργου γράφτηκαν στην Νικομήδεια, άλλα όμως προστέθηκαν αργότερα σε διάφορα μέρη. Εκτενή αποσπάσματα του διασώθηκαν από τον Μέγα Αθανάσιο σε ελεύθερη χρήση[7].»
Πηγή: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Παραπομπές:
[1] Κων. Β. Σκουτέρη, Ιστορία των Δογμάτων, τ. Β’, Η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και οι νοθεύσεις της από τις αρχές του τετάρτου αιώνα μέχρι και την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, Αθήνα 2004, σ. 102. Βλέπε επίσης και Ηλ. Δ. Μουτσούλα, Η Αρειανική έρις και ο Μέγας Αθανάσιος. Μέρος Β’: Ο Μέγας Αθανάσιος, τ. Α’, Αθήναι 1998, σ.σ. 60 – 62.
[2] Παν. Κ. Χρήστου, Πατρολογία, τ. Γ’, σ. 385.
[3] Ο.π. σ.σ. 385 – 386.
[4] Οπ. π. σ. 386.
[5] Το βιβλίο αυτό αρκετοί ερευνητές το αναγράφουν ως Θάλεια. Ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει για την ονομασία του έργου ότι: «εσφαλμένως γράφεται σχεδόν από όλων Θάλεια. Θάλεια ήτο μία των εννέα Μουσών και ποτέ ο Άρειος δεν θα έδιδε το όνομα της εις το έργον του. Θαλία είναι το συμπόσιο, η διασκέδαση, η πνευματική βεβαίως», Παν. Κ. Χρήστου, Πατρολογία, τ. Γ’, σ. 386. Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος ακολουθεί μια συμβιβαστική λύση χωρίς να διευκρινίζει ποιος από τους δύο όρους είναι ορθός γράφοντας ότι: «Θάλεια ή Θαλία σημαίνει συμπόσιο», Στ. Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ.Β’. Ο τέταρτος αιώνας ( Ανατολή και Δύση ), Αθήνα 1990, σ. 117.
[6] Στ. Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ.Β’, σ. 117.
[7] G. Bardy, Recherches sur saint Lucien d’ Antioche et son ecole, Paris 1936, σ.σ. 252 – 274 καθώς επίσης και του G.C. Stead, «The Thalia of Arius and the testimony of Athanasius», Journ. Of Theol. Stud. 29 (1978), σ.σ. 20 – 52.
=============================
<< Επιστροφή στην Αρχική σελίδα