Ιουδαϊσμός - Χριστιανισμός και η θρησκεία των Οικουμενικών συνόδων


Ιουδαϊσμός - Χριστιανισμός και η θρησκεία των Οικουμενικών Συνόδων

Συγγραφή: Κεπενές Δημ. Ευάγγελος (24/01/2018)                                                                                                                                                                                                

Βιβλικές παραπομπές από: WH, Βάμβας, LXXA

 

 



Πρόλογος

                                                                                                                         Η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία δεν επιλέγει την                                                                                                      αλήθεια αλλά οδηγείται σ’ αυτή

Ο ιστορικός  Βιβλικός μονοθεϊστικός Ιουδαϊσμός που ξεχώριζε ανάμεσα στις τριαδικές, πολυθεϊστικές θρησκείες των εθνών, κυοφόρησε τον Χριστιανισμό, δια μέσου των καταγραμμένων επαγγελιών της Τορά ή Πεντατεύχου του Μωυσή και των Ιουδαίων προφητών. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον τεχθέντα από την Μαρία Υιό του, τον Ιησού, εκπληρώνοντας έτσι την επαγγελία που είχε δώσει στον πατριάρχη και ιδρυτή του εβραϊκού έθνους Αβραάμ, ότι θα τον κάνει πατέρα πλήθους εθνών, ο Ιουδαϊσμός  είχε διασπασθεί  στα δύο.

Το ένα μέρος ήταν ο Φαρισαϊκός Ιουδαϊσμός, όπως αυτός είχε εξελιχθεί από τον 2ο  π.Χ. αιώνα και ύστερα.  Μετά την Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία το 587 π.Χ. και την καταστροφή του Ναού του Σολομώντος, με σκοπό να διατηρηθεί η εθνική και θρησκευτική συνοχή του κοσμικού  εβραϊκού έθνους, δημιουργήθηκαν ως υποκατάστατο του Ναού, οίκοι προσευχής και μελέτης, οι γνωστές συναγωγές, όπου πρωτοστατούσαν, όχι ιερείς, αλλά σοφοί και λόγιοι Ιουδαίοι, που μετονομάστηκαν ραβίνοι. Αμυνόμενοι στις εξωτερικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές επιρροές, κυρίως των Ελλήνων και προσθέτοντας σταδιακά στην εκπαίδευση των Εβραίων, ανθρώπινες παραδόσεις και διδαχές, αλλιώς την προφορική Τορά (Τορά Σεμπέ'αλ Πεχ), τροφοδότησαν την ανάπτυξη εθνικοθρησκευτικής ανωτερότητας, δηλαδή του εθνικισμού, τον οποίο εκπροσώπησαν με ακραίο ζήλο οι Φαρισαίοι. Ως επακόλουθο ήταν να διαμορφωθεί μια νέα ιδιότητα του ενός Θεού του Ισραήλ, αυτή του εθνικού προστάτη κατά την ομοιότητα της εθνικής πολυθεΐας. Την εσφαλμένη αυτή ιδιότητα του ενός αληθινού Θεού, ως εθνικού προστάτη, την πρεσβεύουν έως και σήμερα τα ποικίλων αποχρώσεων κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη, που την υιοθέτησαν μέσω του ατυχούς ιστορικού γεγονότος της κρατικοποίησης του εξελληνισμένου Χριστιανισμού, από το Ρωμαϊκό κράτος τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Το άλλο μέρος ήταν ο αρχικός  Βιβλικός Ιουδαϊσμός, που παρέμεινε προσηλωμένος στον γραπτό λόγο και τους προφήτες, περίμενε την παρηγοριά του Ισραήλ, και δέχθηκε την εκπλήρωση της επαγγελίας προς τον Αβραάμ περί της αιωνίου ζωής εν Χριστώ Ιησού σύμφωνα με τις γραφές. Αυτός ο αρχικός Βιβλικός Ιουδαϊσμός, έφτασε στην   πνευματική του ολοκλήρωση, που είναι ο γνήσιος  πρώιμος μη θρησκειοποιημένος Χριστιανισμός, όπως αυτός καθιερώθηκε από τον  Ιησού και τους Αποστόλους του.


 

Οι πρώτοι Εβραίοι Χριστιανοί και όσοι μετέπειτα ενσωματώθηκαν σ’ αυτό το κομμάτι του Ιουδαϊσμού, αποτέλεσαν ένα πνευματικό σώμα, που διατήρησε αμετάβλητη την μονοθεϊστική του πίστη. Ζωοποιημένοι  από τον Ιησού Χριστού αποδείχθηκαν «τέκνα επαγγελίας» και έγιναν «μέτοχοι επουράνιας κλήσης». Λάτρευαν τον Θεό «εν πνεύματι και αληθεία» και ο Θεός τους έδωσε εξουσία να γίνουν υιοί Του και θυγατέρες Του, όντας Θεός ζωντανών και όχι νεκρών.


 

 «Όστις πιστεύει εις τον υιόν έχει ζωήν αιώνιον.» [Ιωάν. 3:36, Ματθ. 22:32, Λουκ. 2:25, ΙΙ Τιμ. 1:1, Εβρ. 3:2]


 

Ι. Η  γέννηση του Βιβλικού Ιουδαϊσμού 

Ο Βιβλικός Ιουδαϊσμός  ήταν η παραδοσιακή μονοθεϊστική θρησκεία των Εβραίων, που γεννήθηκε μετά την σύσταση τους ως έθνος. Ήταν η Θρησκεία των υποσχέσεων και των προσδοκιών με έντονο στοιχείο τους τύπους, οι οποίοι ήταν εικόνες των επουράνιων προσδοκώμενων πνευματικών αγαθών, που εκπληρώθηκαν δια Ιησού Χριστού και είχε ηλικιακό χαρακτήρα με γέννηση, ακμή και γήρας.

«Λέγων δε καινήν, έκαμε παλαιάν την πρώτην το δε παλαιούμενον και γηράσκον είναι πλησίον αφανισμού.» [Εβρ. 8:13]


 

Ο κυριότερος προφήτης και θεμελιωτής του ήταν ο υπηρέτης του Θεού Μωυσής ο οποίος έκανε κατά πάντα όσα δείχτηκαν σ’ αυτόν. Οι ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης του έθνους και της θρησκείας των Εβραίων γίνονται γνωστές  μέσα από την γραπτή Τορά και τα βιβλία των προφητών του Ισραήλ, την εβραϊκή Βίβλο.


 

Η από την αρχή γέννηση, καθοδήγηση και επικοινωνία του αληθινού Θεού με τον σαρκικό Ισραήλ τον κατέστησε ετερόνομο, κοινωνικά και θρησκευτικά, έθνος εξαρτώμενο από τις Θείες εντολές και με μόνο αποδεικτικό στοιχείο της εθνότητάς του την βιολογική εξ Αβραάμ καταγωγή του. Οι λοιποί αυτόνομοι λαοί επέλεγαν την γη τους, την συναλλαγή  και επιμιξία τους με άλλους, φιλοσοφούσαν, νομοθετούσαν, επινοούσαν τους θεούς τους και την εκάστοτε θρησκεία τους, ανάλογα με την εφαρμοζόμενη πολιτική τους και τις κοινωνικές, πνευματικές και πολιτιστικές τους ανάγκες, εκτός εάν διατελούσαν υπό ξένης επικυριαρχίας.


 

 Ο Ισραήλ [=Ισχύς Θεού] ούτε επέλεξε, ούτε του επεβλήθη από άλλα κράτη να είναι έτσι. Ήταν ο Θεός ο ίδιος που μίλησε στον Άβραμ τον Χαλδαίο, γιο του ειδωλολάτρη Θάρα, ηλικίας τότε εβδομήντα πέντε ετών και του είπε:


 

«Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει και θέλω σε κάμει εις έθνος μέγα και θέλω σε ευλογήσει και θέλω μεγαλύνει το όνομά σου και θέλεις είσθαι εις ευλογίαν.» [Γέν. 12:1-2, 7, Πράξ. κεφ. 7]


 

Ο  Άβραμ λοιπόν πήρε την γυναίκα του Σάραν και τον ανηψιό του Λωτ και πήγε στη γη Χαναάν. Εκεί πάλι φάνηκε εις αυτόν ο Κύριος και του είπε «Εις το σπέρμα σου θέλω δώσει την γη ταύτην». Ο ίδιος ο Θεός λοιπόν αποφάσισε να δημιουργήσει το έθνος του Ισραήλ, όρισε την γη κατοικίας του και τον τόπο που θα Τον λάτρευαν και κατέστησε τον Άβραμ βιολογικό του πατέρα, υποσχόμενος ότι θα τον ευλογήσει.


Και ενώ ο Άβραμ είχε ήδη λάβει την υπόσχεση, ότι θα είναι ο βιολογικός πατέρας του κατά σάρκα Ισραήλ, σε ηλικία ογδόντα έξι ετών αποκτά τον Ισμαήλ,  από την Άγαρ, την Αιγύπτια δούλη της  Σάρας, που αλληγορικά ερμηνευμένο, είναι η Παλαιά  Διαθήκη, («η γεννώσα προς δουλείαν»), η αλλιώς, ο Μωσαϊκός Νόμος, τον οποίο μετά από τετρακόσια τριάντα χρόνια παρέλαβε ο Μωυσής στο όρος Σινά, δια μέσου αγγέλων και που θα αποτελούσε τον απαράβατο κανόνα της θρησκευτικής και πολιτικής οργάνωσης του εβραϊκού έθνους, με επουράνιες υποσχέσεις που έλαβαν πνευματική τελείωση στο πρόσωπο του Χριστού. [Δευτ. 4:2, Εβρ. 8:5, Γαλ. 4:24]


Η εθνική και η θρησκευτική λοιπόν ταυτότητα του χοϊκού Ισραήλ και τα όρια κατοικίας του, στην γη όπου κατοικούσαν πριν οι Αμορραίοι, ορίστηκαν από τον ίδιο τον Θεό με κυρίαρχη εντολή:

 

«Άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος.» [Κριτ. 6:10, Πράξ. 7:53, Δευτ. 6:4, Γέν. 16:16, Γαλ. 4:22-24]


Η επαγγελία της ζωής προς τον Άβραμ

Σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών φάνηκε πάλι ο Κύριος στον Άβραμ και αφού του αυτοσυστήθηκε ως ο Θεός του, είπε:


 

«Εγώ, ιδού, η διαθήκη μου είναι προς σε και θέλεις γείνει πατήρ πλήθους εθνών και δεν θέλει καλείσθαι πλέον το όνομά σου Άβραμ αλλά το όνομά σου θέλει είσθαι Αβραάμ διότι πατέρα πλήθους εθνών σε κατέστησα […]  Και θέλετε περιτέμνει την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και θέλει είσθαι εις σημείον της διαθήκης μεταξύ εμού και υμών.» [Γέν. 17:4, 11]


 

Η περιτομή ως σημείο της διαθήκης

 


Η περιτομή ήταν σημείο της διαθήκης, σφραγίδα, που επιβεβαίωνε το υποσχόμενο, δηλαδή την εκ πίστεως δικαίωση και ζωοποίηση για όλα τα έθνη. Ο δε Αβραάμ σύμφωνα με την επαγγελία θα ήταν πατέρας της πίστεως, όλων των πιστών είτε έκαναν περιτομή είτε όχι. Η περιτομή της ακροβυστίας, δεν ήταν καινοτομία για τους Εβραίους, που θα τους έκανε ιδιαίτερους ή ανώτερους από άλλα έθνη, αλλά ήταν σημείο, για να τους υπενθυμίζει την επαγγελία του Θεού προς τον Αβραάμ, περί ζωοποιήσεως των νεκρών δια της πίστεως, πατέρα πλήθους εθνών σε κατέστησα»). Εξ άλλου η περιτομή ήταν ήδη σε χρήση πριν τον Αβραάμ από Αιγύπτιους, Αιθίοπες, Σύριους και άλλους. [Ηροδ. Ιστ. Β΄, 104:2]


 

«Τις λοιπόν η υπεροχή του Ιουδαίου, ή τις η ωφέλεια της περιτομής; Πολλή κατά πάντα τρόπον. Πρώτον μεν διότι εις τους Ιουδαίους ενεπιστεύθησαν τα λόγια του Θεού. Επειδή αν τινές δεν επίστευσαν, τι εκ τούτου; μήπως η απιστία αυτών θέλει καταργήσει την πίστιν του Θεού;». [Ρωμ. 3:1-3]


 

Η εκπλήρωση της επαγγελίας, δια του Ιησού, κατήργησε την περιτομή. Ο Παύλος έγραψε στους απ' αρχής πιστεύσαντας Ιουδαίους:


 

«Ιδού, εγώ ο Παύλος σας λέγω ότι εάν περιτέμνησθε, ο Χριστός δεν θέλει σας ωφελήσει ουδέν.» [Γαλ. 5:2]


 

«Προσέχετε τους κύνας, προσέχετε τους κακούς εργάτας, προσέχετε την κατατομήν· διότι ημείς είμεθα η περιτομή, οι λατρεύοντες τον Θεόν εν Πνεύματι και καυχώμενοι εις τον Χριστόν Ιησούν και μη έχοντες την πεποίθησιν εν τη σαρκί.» [Φιλ. 3:2-3]


Συνεχίζοντας  ο Θεός να ομιλεί στον Αβραάμ του λέει να καλεί στο εξής τη γυναίκα του Σάρα, με το όνομα Σάρρα [= Ηγεμόνισσα] και ενώ δεν τεκνοποιούσε ως νέα η Σάρα, του υπόσχεται ότι στο γήρας της, θα του έδινε γιο μέσα από αυτή, τον Ισαάκ. Ο Ισαάκ σαν τέκνο επαγγελίας, έγινε η σπουδαιότερη αλληγορία στην ιστορία του Ιουδαϊσμού και είναι η Νέα Διαθήκη της χάριτος, η οποία ελευθέρωνε από την δουλεία και ενοχή του νόμου, και που είναι η εκπλήρωση / τελειοποίηση  του Βιβλικού Ιουδαϊσμού.  [Γέν. Κεφ. 17, Γαλ. 4:22-24, 5:1, Ρωμ. 10:4, Εβρ. 2:15]

«Διότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού με ηλευθέρωσεν από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου.» (Ρωμ. 8:2)

 


Η διδαχή του Χριστιανισμού για την επαγγελία της ζωής στον Αβραάμ

«Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού κατά την επαγγελίαν της ζωής της εν Χριστώ Ιησού.» [ΙΙ Τιμ. 1:1]


 

«Ημείς  δε, αδελφοί, καθώς ο Ισαάκ επαγγελίας  τέκνα είμεθα.» [Γαλ. 4:28]


 

«Επειδή η επαγγελία προς τον Αβραάμ ή προς το σπέρμα αυτού, ότι έμελλε να είναι κληρονόμος του κόσμου, δεν έγινε διά του νόμου, αλλά διά της δικαιοσύνης της εκ πίστεως.  Διότι εάν είναι κληρονόμοι οι εκ του νόμου, η πίστις εματαιώθη και κατηργήθη η επαγγελία.» [Ρωμ. 4:13]

 

«Ο Αβραάμ επίστευσεν εις τον Θεόν και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην. Εξεύρετε λοιπόν ότι οι όντες εκ πίστεως, ούτοι είναι υιοί του Αβραάμ. Προϊδούσα  δε η γραφή ότι εκ πίστεως δικαιώνει τα έθνη ο Θεός, προήγγειλεν εις τον Αβραάμ ότι Θέλουσι ευλογηθή εν σοι πάντα τα έθνη […] Προς δε τον Αβραάμ ελαλήθησαν αι επαγγελίαι και προς το σπέρμα αυτού, δεν λέγει και προς τα σπέρματα, ως περί πολλών, αλλ’ ως περί ενός, Και προς το σπέρμα σου, όστις είναι ο Χριστός (η ζωή)». [Γαλ. 3:6-8, 16, Ιωάν. 11:25]


 

Ο Αβραάμ πατέρας της πίστεως

«Ή των Ιουδαίων μόνον είναι ο Θεός; Ουχί δε και των εθνών; Ναι, και των εθνών.» [Ρωμ.3:29]


«Ο Αβραάμ επίστευσεν εις τον Θεόν και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνην […] Πως λοιπόν ελογίσθη; ότε ήτο εν περιτομή ή εν ακροβυστία; Ουχί εν περιτομή αλλ' εν ακροβυστία και έλαβε το σημείον της περιτομής, σφραγίδα της δικαιοσύνης της εκ πίστεως της εν τη ακροβυστία, διά να ήναι αυτός πατήρ πάντων των πιστευόντων ενώ υπάρχουσιν εν τη ακροβυστία, διά να λογισθή και εις αυτούς η δικαιοσύνη, και πατήρ της περιτομής, ουχί μόνον εις τους περιτετμημένους, αλλά και εις τους περιπατούντας εις τα ίχνη της πίστεως του πατρός ημών Αβραάμ της εν τη ακροβυστία.».[Ρωμ. 4:3-11]


 

«Καθώς είναι γεγραμμένον, ότι πατέρα πολλών εθνών σε κατέστησα, ενώπιον του Θεού εις τον οποίον επίστευσε, του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα.» [Ρωμ. 4:17]

 

Η επαγγελία λοιπόν του ενός Θεού στον Αβραάμ, ότι θέλει γίνει πατήρ πλήθους εθνών, μιλούσε για ζωοποίηση των νεκρών, Eβραίων και Εθνικών.

«Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς.» [Ματθ. 8:22]


 

«Διά τούτο λέγει· Σηκώθητι ο κοιμώμενος και ανάστηθι εκ των νεκρών, και θέλει σε φωτίσει ο Χριστός.» [Εφεσ. 5:14]


 

«Και ενώ ήμεθα νεκροί διά τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού, κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού, διά να δείξη εις τους επερχομένους αιώνας τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού διά της προς ημάς αγαθότητος εν Χριστώ Ιησού.» [Εφεσ. 2:5-6]


Η ίδια επαγγελία ακυρώνει κάθε εθνικιστική και βιολογική ερμηνεία του φαρισαϊκού Ιουδαϊσμού, για αναβίωση και επικράτηση, σε παγκόσμια κλίμακα, της επίγειας βασιλείας του Ισραήλ. Ήταν υπόσχεση του Θεού, που ξεπερνούσε τα στενά όρια του σαρκικού γενεαλογικά εβραϊκού έθνους και αγκάλιαζε όλα τα τέκνα της πίστεως, ανεξαρτήτως επίγειας εθνικότητος. Κάθε βιολογική, ή εθνικοθρησκευτική αντίληψη της υπόσχεσης, στερείται αληθείας. Δεν είπε ο Θεός στον Αβραάμ ότι θα είναι ο βιολογικός πατέρας όλων  των εθνών, αλλά τον έκανε πατέρα της πίστεως, των τέκνων της επαγγελίας τα οποία είναι απάτορα, αμήτορα, αγενεαλόγητα σε σχέση με την κοσμική κτίση, διότι οι οικείοι, τα ζωντανά τέκνα του Θεού, είναι ένα πνευματικό ζωντανό έθνος.  

«Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού· οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν.» [Ιωάν. 1:12-13]



Και προς το σπέρμα σου όστις είναι ο Χριστός [η Ζωή]


 

«Επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, διά του λόγου του Θεού του ζώντος και μένοντος εις τον αιώνα.» [Ι Πέτρου προς Εβραίους 1:23]

Ούτε όταν του είπε «και προς το σπέρμα σου» εννοούσε το φθαρτό βιολογικό σπέρμα, διότι ο βιολογικός άνθρωπος, σπέρνεται, γεννιέται, με φθορά, με ατιμία και με ασθένεια, αλλά καθιερώνοντας τον Αβραάμ πατέρα της πίστεως, του είπε για τον επουράνιο άνθρωπο Ιησού Χριστό, που ως πνεύμα ζωοποιούν (1 Κορ. 15:45), εγείρει μέσα στο ψυχικό, φθαρτό και θνητό σώμα, των  χοϊκών ανθρώπων, τον εσωτερικό, νέο άνθρωπο, τον πνευματικό άνθρωπο.

«Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Σπείρεται εν φθορά [βιολογικό σπέρμα], ανίσταται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, ανίσταται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, ανίσταται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ζωϊκόν [ψυχικόν], ανίσταται σώμα πνευματικόν. Είναι σώμα ζωϊκόν [ψυχικόν], και είναι σώμα πνευματικόν.» [Ι Κορ. 15:42-44]

 «Το γεννημένον εκ της σαρκός είναι σαρξ και το γεννημένον εκ του πνεύματος είναι πνεύμα.» [Ιωάν. 3:6]

«Διά τούτο δεν αποκάμνομεν, αλλ' εάν και ο εξωτερικός ημών άνθρωπος [ο ψυχικός] φθείρηται, ο εσωτερικός όμως [ο πνευματικός άνθρωπος] ανανεούται καθ' εκάστην ημέραν.» [ΙΙ Κορ. 4:16]


 

«Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, αφού απεξεδύθητε [γδυθήκατε] τον παλαιόν άνθρωπον μετά των πράξεων αυτού και ενεδύθητε [ντυθήκατε] τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν.» [Κολ. 3:9-10]

Ο παλαιός / ο εξωτερικός άνθρωπος είναι ο θνητός, ο σαρκικός, ο φθαρτός άνθρωπος, που «σπείρεται», γεννιέται από χοϊκό πατέρα και χοϊκή μητέρα, ενώ ο νέος / ο εσωτερικός άνθρωπος είναι ο πνευματικός, ο άφθαρτος, που γεννιέται μέσα στον χοϊκό / θνητό, από τον επουράνιο Ιησού, που είναι πνεύμα ζωοποιούν (1 Κορ. 15:45).

«Εξ ιδίας αυτού θελήσεως εγέννησεν ημάς διά του λόγου της αληθείας, διά να ήμεθα ημείς απαρχή τις των κτισμάτων αυτού.»(Ιάκ. 1:18) Η γέννηση αφορά τον πνευματικό άνθρωπο και όχι τον σαρκικό.


Ο χοϊκός άνθρωπος ήταν τύπος του πνευματικού ανθρώπου της επαγγελίας


«Αλλ' εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας κατά την ομοιότητα της παραβάσεως του Αδάμ, όστις είναι τύπος του μέλλοντος.» (Ρωμ. 5:14)


Ο Θεός είναι Πνεύμα, είναι αιώνιος/αθάνατος, και δεν δύναται να λογισθεί ως πηλός εκ της γης. Ως εκ τούτου η εκτέλεση της πρόθεσης του, «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ εικόνα ημετέραν και καθ ομοίωσιν», απαιτούσε  επουράνιο, αιώνιο/αθάνατο, πνευματικό  άνθρωπο και όχι χοϊκό εκ της γης, εξαρτώμενο από τροφές και πιόματα (Ιωάν. 4:24, Γεν. 1:26).


 

Ο χοϊκός Αδάμ (= άνθρωπος), πλάστηκε σύμφωνα με εικόνα Θεού, «κατ εικόνα Θεού» και «τύπος του μέλλοντος ανθρώπου» (Ρωμ. 5:14). Η δε κατηγοριοποίηση του ως «ο πρώτος άνθρωπος», καταδεικνύει την προσδοκία ενός δεύτερου (1 Κορ. 15:47-49), ο οποίος  θα ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αρχικής πρόθεσης του Θεού, δηλαδή πνευματικός, αιώνιος/αθάνατος και επουράνιος. Συνεπώς από την αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, εκ της γης, ο  πνευματικός άνθρωπος, η καινή/νέα κτίση, ήταν το προσδοκώμενο. Η προσδοκία αυτή εκπληρώθηκε δια του Ιησού, «όστις είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (της νέας, της πνευματικής, όχι της κοσμικής). (Κολ. 1:15)

 

«Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού έως αν έλθη τα αποκείμενα αυτώ [οι φυλαγμένες γι’ αυτόν εξουσίες] και αυτός προσδοκία εθνών [Γέν. 49:10, Ο΄]


 

«Όθεν εάν τις ήναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα· τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγειναν νέα.» (ΙΙ Κορ. 5:17)


 

 


Η σάρκα/το σώμα του Ιησού Χριστού είναι Ναός του Θεού του αοράτου (Ιωάν. 2:21)


 

«Διότι εν αυτώ (μέσα σ΄αυτόν) κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς.» (Κολ. 2:9)


 

Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός, το Πνεύμα, εμφανιζόταν μέσα από το επίγειο Αγίασμα (=Αγιαστήριο, Ναό), μέσα σε νεφέλη. Στην Καινή Διαθήκη  «ο Θεός ώφθη εν σαρκί». Εμφανίσθηκε μέσα από τον επουράνιο Ναό. Μέσα από το  εξ' ουρανού σώμα, του Αγίου παιδός του Ιησού. (Λευ. 16:2, Α΄ Τιμ. 3:16)


 

«Δηλονότι ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ (ο Θεός ήταν μέσα στον Χριστό με σωματική μορφή) διαλλάσσων τον κόσμον προς εαυτόν, μη λογαριάζων εις αυτούς τα πταίσματα αυτών, και ενεπιστεύθη εις ημάς τον λόγον της διαλλαγής». (2 Κορ. 5:19)


 

Στην Παλαιά Διαθήκη, η σκηνή του μαρτυρίου, αλλιώς αγιαστήριο, «το άγιον το κοσμικόν» [Εβρ. 9:1], ήταν η φορητή, επίγεια και χειροποίητη σκηνή των Εβραίων, ο ισχυρότερος θεσμός της εβραϊκής κοινωνίας και του Ιουδαϊσμού, η οποία κατασκευάστηκε με εντολή του Θεού προς τον Μωυσή.  Ήταν δε τύπος του αληθινού, επουράνιου, αχειροποίητου, κατοικητηρίου του Θεού. Κατασκευάστηκε με γήινα υλικά, και με σπουδαιότερο σκεύος την κιβωτό του μαρτυρίου, μέσα στα άγια των αγίων, όπου και η παρουσία του Θεού.


 

«Και ποιήσεις μοι αγίασμα [= αγιαστήριο, ναό] και οφθήσομαι εν υμίν [θα εμφανίζομαι εις εσάς] και ποιήσεις μοι κατά πάντα όσα εγώ σοι δεικνύω εν τω όρει το παράδειγμα της σκηνής και το παράδειγμα πάντων των σκευών αυτής ούτω ποιήσεις.» [Εξ. 25:8-9, Ο΄]


 

Ο κοσμικός, χειροποίητος ναός, αποτελούνταν από την πρώτη σκηνή όπου εισέρχονταν οι ιερείς οι εκτελούντες τις λατρείες και την δεύτερη σκηνή όπου ήταν η κιβωτός του μαρτυρίου και εισέρχονταν μόνος του ο αρχιερέας με προσφορά αίματος ζώων, «υπέρ εαυτού και των εξ αγνοίας αμαρτημάτων του λαού». Ανάμεσα στις δύο σκηνές υπήρχε χώρισμα, το καταπέτασμα. Όσο καιρό υπήρχε και λειτουργούσε η πρώτη σκηνή, ήταν δηλωτικό του Αγίου Πνεύματος, ότι δεν είχε φανερωθεί ακόμα η οδός που οδηγούσε στα Άγια των Αγίων, καθώς λειτουργούσε με θυσίες ζώων, προσφορές, τροφές και ποτά, που ήταν σαρκικές διατάξεις και ήταν παραβολή, έως του καιρού που θα ερχόταν, ο Χριστός Ιησούς, η αληθινή επουράνια σκηνή, μέσα στην οποία θα λάτρευαν αληθινοί πνευματικοί προσκυνητές, «οι εν Χριστώ.» [Εβρ. 9:6-10]


 

Το επουράνιο σώμα/σάρκα του Ιησού είναι ο Αληθινός, αχειροποίητος, Ναός, είναι η επουράνια αληθινή σκηνή που ήρθε, είναι η οδός που οδηγεί εις τα άγια, είναι η οδός που πλησιάζουμε και λατρεύουμε τον Θεό τον κατοικούντα μέσα σ’ αυτόν, «εν πνεύματι και αληθεία». (Εβρ. 8:1-2, 10:19)


 

«Χριστός δε παραγενόμενος [ελθών] αρχιερεύς των γενομένων [αυτών που ήρθαν] αγαθών δια της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής ου χειροποιήτου τουτ’ έστιν ου ταύτης της κτίσεως [της κοσμικής, της γήινης]». [Εβρ. 9:11] 


 

Ο Θεός λοιπόν αναίρεσε, ακύρωσε, το παλαιό, το σαρκικό, και σύστησε, εισήγαγε, το νέο, το πνευματικό. Σε αυτό το νέο επουράνιο Ναό του σώματος του Ιησού (Ιωάν. 2:21), λατρεύουν από τότε οι ζωοποιημένοι δια Ιησού Χριστού, «οι εν Χριστώ», αληθινοί, πνευματικοί προσκυνητές, η «νέα κτίση».


 

«Πλην έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Ο Θεός είναι Πνεύμα, και οι προσκυνούντες αυτόν εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι.» [Ιωάν. 4:23-24]


 

Τον θεσμό της επίγειας σκηνής της ιουδαϊκής κοινωνίας τον αντικατέστησε η επουράνια σκηνή με την Νέα και ζωντανή οδό, που καθιερώθηκε μέσω του καταπετάσματος, δηλαδή με την σάρκα του Ιησού, που κατέβηκε από τον ουρανό.


 

 



Η προέλευση του Ιησού



«Ιωσήφ, υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθής να παραλάβης Μαριάμ την γυναίκα σου· διότι το εν αυτή γεννηθέν είναι εκ Πνεύματος Αγίου.» (Ματθ. 1:20)


 

Ο Πατέρας του επουράνιου ανθρώπου Ιησού ήταν το Πνεύμα, και ο Ιησούς γεννήθηκε εις Πνεύμα ζωοποιούν. Εάν ο Ιησούς ήταν βιολογικός, χοϊκός άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να κάνει παλιγγενεσία (=το να γεννιέται κάποιος για δεύτερη φορά, να επιστρέφει από τον θάνατο ή την ανυπαρξία στην ζωή). (Ματθ. 19:28)


 

Σύμφωνα με την βιβλική μαρτυρία, ο Ιησούς,  ήταν το σπέρμα της επαγγελίας προς τον Αβραάμ, και Πατέρας του ήταν το Πνεύμα. Ο χαρακτηρισμός του ως «ο δεύτερος άνθρωπος εξ ουρανού» (1 Κορ. 15:48), τον αποχαρακτηρίζει, ως γήινο, βιολογικό άνθρωπο. Δεδομένου και του ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, ήταν αδύνατο παν το πλήρωμα της θεότητας να κατοικούσε μέσα στον άμωμο και άσπιλο Ιησού (1 Πέτρ. 1:19), εάν η σάρκα του, το σώμα του,  ήταν βιολογικό. Ο βιολογικός άνθρωπος είναι φθαρτός και δεν μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία, ούτε γήινη σάρκα και αίμα μπορούν να κληρονομήσουν βασιλεία Θεού. Κληρονόμοι είναι τα πνευματικά τέκνα της επαγγελίας, η νέα κτίση, η παλιγγενεσία.


Ο Ιησούς δεν ήταν τύπος του πρώτου ανθρώπου, αλλά ο πρώτος άνθρωπος εκ της γης, ήταν τύπος του μέλλοντος ανθρώπου, «του αληθινού», του δεύτερου ανθρώπου, από τον ουρανό, του Ιησού, του οποίου η σάρκα/σώμα, ήταν «ομοίωμα σαρκός αμαρτίας». (Ρωμ. 8:3, Α΄ Ιωάν. 5:20)


 

«Ούτως είναι και γεγραμμένον· Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν· ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Πλην ουχί πρώτον το πνευματικόν, αλλά το ζωϊκόν (ψυχικόν), έπειτα το πνευματικόν. Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού. Οποίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οποίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι· και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, θέλομεν φορέσει και την εικόνα του επουρανίου. Τούτο δε λέγω, αδελφοί, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού δεν δύνανται να κληρονομήσωσιν, ουδέ η φθορά κληρονομεί την αφθαρσίαν.» (1 Κορ. 15:45-50)

 

 

Ο Ιησούς είπε για τον εαυτό του τα εξής


 

«Και είπε προς αυτούς· Σεις είσθε εκ των κάτω, [χοϊκοί] εγώ είμαι εκ των άνω [επουράνιος]· σεις είσθε εκ του κόσμου τούτου, εγώ δεν είμαι εκ του κόσμου τούτου». (Ιωάν. 8:23)


«Είπε λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς· Αληθώς, αληθώς σας λέγω, δεν έδωκεν εις εσάς τον άρτον εκ του ουρανού ο Μωϋσής, αλλ' ο Πατήρ μου σας δίδει τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν. Διότι ο άρτος του Θεού είναι ο καταβαίνων εκ του ουρανού και δίδων ζωήν εις τον κόσμον.» (Ιωάν 6:32-33)


 

«Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων ο καταβάς εκ του ουρανού. Εάν τις φάγει εκ τούτου του άρτου θέλει ζήσει εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε τον οποίον εγώ θέλω δώσει είναι η σαρξ μου, την οποίαν εγώ θέλω δώσει υπέρ της ζωής του κόσμου.» [Ιωάν. 6:51]

  

 

Οι συγγραφείς των επιστολών είπαν για τον Ιησού


«Ο ερχόμενος άνωθεν είναι υπεράνω πάντων. Ο ων εκ της γης εκ της γης είναι και εκ της γης λαλεί· ο ερχόμενος εκ του ουρανού είναι υπεράνω πάντων.» (Ιωάν. 3:31)

 

«Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου.» (Ιωάν. 3:13)

 

«Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού.» (1 Κορ. 15:47)

 

«Ο καταβάς αυτός είναι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, διά να πληρώση τα πάντα.» (Εφεσ. 4:10)

 

«Όστις είναι εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως (της πνευματικής)». (Κολ. 1:15)

 

«Και ο λόγος έγεινε σαρξ», «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί», «η ζωή εφανερώθη». [Ιωάν. 1:14, Ι Τιμ. 3:16, Ι Ιωάν. 1:2]


 


Η εκπλήρωση της επαγγελίας


 

Η επαγγελία λοιπόν προς τους πατέρες των Εβραίων και θεμελιωτές του Ιουδαϊκού μονοθεϊσμού,  Αβραάμ, Ισαάκ, και Ιακώβ εκπληρώθηκε.


 

«Και ημείς ευαγγελιζόμεθα προς εσάς την γενομένην εις τους πατέρας επαγγελίαν, ότι ταύτην ο Θεός εξεπλήρωσεν εις τα τέκνα σας, αναστήσας τον Ιησούν, ως είναι γεγραμμένον και εν τω ψαλμώ τω δευτέρω· Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερον σε εγέννησα.» [Πράξ. 13:33]


 

Ο πρώιμος Χριστιανισμός είναι η εκπλήρωση των γραπτών προσδοκιών του βιβλικού Ιουδαϊσμού, που ολοκληρώθηκε. «Το τέλος του νόμου ο Χριστός». Ο βιβλικός Ιουδαϊσμός αποχαρακτηρίστηκε ως θρησκεία προσδοκιών και ως θρησκεία των τύπων. Η έκχυση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της πεντηκοστής επιβεβαίωσε την ολοκλήρωση της εποχής του Βιβλικού Ιουδαϊσμού και του τυπικού του. Την σκυτάλη για την σωτηρία του ανθρώπου και την αληθινή γνώση και λατρεία του ενός Θεού την πήρε η πρώτη αποστολική Εκκλησία, η αίρεση του Ιουδαϊσμού (Πράξ. 28:22),  με εντολή όχι να επιβληθεί η να κρατικοποιηθεί, αλλά:


 

«Να κηρυχθεί εις το όνομα του Ιησού Χριστού μετάνοια και άφεση αμαρτιών εις πάντα τα έθνη αρχής γινομένης από Ιερουσαλήμ.» [Λουκ. 24:47]


 

Καθώς οι επαγγελίες του Θεού στον Αβραάμ νομιμοποιούσαν τον σαρκικό   Ισραήλ και τον βιβλικό Ιουδαϊσμό, έτσι και η εκπλήρωση αυτών των επαγγελιών από τον Θεό, νομιμοποιεί και καθιερώνει τον νέο πνευματικό Ισραήλ που είναι η Εκκλησία του Θεού του ζώντος. Αυτός ο αμιγής μη θρησκειοποιημένος Χριστιανισμός δεν χρειάζεται βεβαίως καμία κοσμική νομιμοποίηση,  ούτε παντός είδους κοσμική επιβολή, διότι βασίζεται στην βουλή του Θεού και στην αβίαστη θέληση του ανθρώπου «Εάν τις θέλει να έρθει οπίσω μου …». [Ματθ. 16:24)


 


ΙΙ. Η γέννηση του φαρισαϊκού Ιουδαϊσμού


 

Αρμόδιους για την διδασκαλία του λαού Ισραήλ και ερμηνεία του γραπτού νόμου είχε θέσει ο Θεός τους ιερείς, τους γιούς του Ααρών και για τις μεταξύ τους υποθέσεις και διαφορές τους υπέδειξε να διορίσουν κριτές. 


 

«[…] διά να διακρίνητε [ο Ααρών και οι γιοί του] μεταξύ αγίου και βεβήλου και μεταξύ ακαθάρτου και καθαρού, και διά να διδάσκητε τους υιούς Ισραήλ πάντα τα διατάγματα, όσα ελάλησε Κύριος προς αυτούς διά χειρός του Μωϋσέως.» [Λευ. 10:10-11]


 

«Κριτάς και γραμματοεισαγωγείς [διδασκάλους]  καταστήσεις σεαυτώ εν πάσαις ταις πόλεσί σου αις Κύριος ο Θεός σου δίδωσίν σοι κατά φυλάς και κρίνουσιν τον λαόν κρίσιν δικαίαν.» [Δευτ. 16:18, Ο΄]


 

Ο θεσμός της βασιλείας που ζήτησαν οι Εβραίοι από τον τελευταίο κριτή,  τον Σαμουήλ, δημιούργησε όπως και σε κάθε βασιλεία, οικογενειοκρατίες.  Σε συνδυασμό  με την αγνωσία του νόμου λόγω πλημμελούς  διδαχής των ιερέων, οι οποίοι ενίοτε παραμελούσαν και την συντήρηση του ναού [ΙΙ Βασ. 12:4], δημιούργησε αντίπαλα πολιτικά και θρησκευτικά ρεύματα, που επέφεραν σχίσματα στον λαό Ισραήλ, αποστασία από τον Θεό, διχοτόμηση της βασιλείας και εμφύλιες πολεμικές συρράξεις. Στις πράξεις των βασιλέων, ξεχωρίζει ο Ιωσαφάτ βασιλιάς του Ιούδα που επιχειρεί να κάνει το αρεστό εις τον Θεό και στέλνει μαζί με τους Λευίτες και αναρμόδιους άρχοντες στις πόλεις του Ιούδα, για να διδάξουν τον λαό το βιβλίο του Νόμου του Κυρίου [ΙΙ Χρ. 17:7-9]. Συνεπώς η εμπλοκή της ελίτ στα θρησκευτικά ζητήματα ήταν σε δράση και η διαφύλαξη των συμφερόντων απαιτούσε την επιβίωση του έθνους,  με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί σταδιακά εθνικιστική θρησκευτική συνείδηση και πίστη σε ένα Θεό, εθνικό προστάτη, που θα εξασφάλιζε την ευμάρεια και υπεροχή του κράτους έναντι των άλλων. Έτσι  επισκιάστηκε η αντίληψη της αγαθής πρόθεσης του Θεού να ευλογήσει όλα τα έθνη, όπως αυτή είχε εξαγγελθεί στον πατριάρχη Αβραάμ.

 

Αργότερα στην βαβυλωνιακή αιχμαλωσία και διασπορά, η καταστροφή του οικοδομημένου Ναού, του ισχυρότερου θεσμού του Ιουδαϊσμού, ανέδειξε έντονα την ανάγκη για την επιβίωση της ιουδαϊκής ταυτότητας και την ανύψωση του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος. Την ανάγκη αυτή την κάλυψαν οι οίκοι προσευχής και μελέτης που εξελίχτηκαν σε συναγωγές, με εκπαιδευτικούς, λόγιους Ιουδαίους, τους  μετέπειτα ραβίνους. Οι συναγωγές ήταν τόποι προσευχής που συνήθως κτιζόντουσαν έξω από την πόλη και κοντά σε ποτάμια ή ακτές για να διευκολύνονται οι καθαρμοί και αντιστάθμιζαν την έλλειψη του Ναού, συνεχίστηκαν δε ως δευτερεύον θρησκευτικός θεσμός και μετά την ανοικοδόμηση του, που έγινε με την υποστήριξη και χορηγία ξένης δύναμης, της Περσίας. [Έσδ. 7:14-15]

Πρωταγωνιστές την περίοδο της ανοικοδόμησης  του Ναού, που όμως υστερούσε σε ωραιότητα του πρώτου, ήταν ο πολιτικός ηγέτης Ζοροβάβελ και  ο ιερέας και γραμματέας Έσδρας, έμπειρος στον γραπτό νόμο του Κυρίου, ο οποίος αποκατάστησε σε μεγάλο βαθμό την γνώση του νόμου, όρισε ιερείς Λευίτες, κριτές και δικαστές, και έτσι το βασίλειο του Ιούδα συνέχισε την επιβίωση του με όσους ο Θεός διέγειρε το πνεύμα να ανεβούν και να οικοδομήσουν  τον οίκο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. [Έσδ. 1:5]

Έως την γέννηση του Ιησού το εβραϊκό έθνος συνέχισε την θρησκευτική και πολιτική σχισματική του πορεία. Εκτός από τον ανοικοδομημένο Ναό στην Ιερουσαλήμ λειτουργούσε και ναός στη Σαμάρεια, στο όρος Γαριζίν ο οποίος οικοδομήθηκε από τις δέκα φυλές του βασιλείου του Ισραήλ και σύμφωνα με τον Ιώσηπο καταστράφηκε από τον αρχιερέα και βασιλέα των Ιουδαίων Ιωάννη Υρκανό το 128 π.Χ. ο οποίος εγκαινίασε στον Ισραήλ  τον θεσμό της διπλής εξουσίας, της πολιτικής και της θρησκευτικής. Επίσης οι αρχαιολόγοι βεβαιώνουν και ιουδαϊκό ναό στο νησί Ελεφαντίνη της Αιγύπτου που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της εκεί εβραϊκής κοινότητας. Με την υποστήριξη του Πτολεμαίου ΣΤ΄ κτίστηκε κι άλλος ναός από τον αρχιερέα Ονία στην Λεοντόπολη της Αιγύπτου, όπου αυτός κατέφυγε διωχθείς υπό της οικογένειας των Μακκαβαίων, ο οποίος ναός υπήρξε πνευματικό κέντρο των Ιουδαίων της Αιγύπτου. Η συμμετοχή των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας στην εξέγερση των Ιουδαίων της Παλαιστίνης κατά της κυριαρχίας της Ρώμης επέφερε και την καταστροφή του ναού στην Λεοντόπολη.


 


Πολιτική διάσπαση των Ιουδαίων


 

Ο εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων ανάμεσα στους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες οι οποίοι και επικράτησαν στην Παλαιστίνη, μετέτρεψαν λόγω γεωγραφικής θέσης, την γη της Ιουδαίας σε πεδίο μαχών, παρασύροντας σε πολιτικό διχασμό τους Εβραίους, χωρίζοντάς τους σε ελληνίζοντας και εθνικιστές. Η βίαιη πολιτική εξελληνισμού του βασιλιά Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς, της αυτοκρατορίας  των Σελευκιδών (175-164 π.Χ.), έθεσε εκτός νόμου την ιουδαϊκή θρησκεία, προκαλώντας εμφύλιο μεταξύ των ιουδαϊκών παρατάξεων, με την συμμετοχή και ελληνιστών αρχιερέων. Η επανάσταση των Μακκαβαίων μετά από πολλούς αγώνες, χάρισε τελικά την ανεξαρτησία πάλι στους Ιουδαίους,  επήλθε ειρήνη ανάμεσα στις παρατάξεις, χωρίς όμως να αναχαιτισθεί η διάδοση της ελληνικής σκέψης και η τάση του εξελληνισμού. Οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες, η επικράτηση του Αντίοχου Δ΄, η βεβήλωση του Ναού της Ιερουσαλήμ και ο θάνατος πολλών Ιουδαίων από τον τελευταίο, ο οποίος τους επέβαλε την λατρεία του Δία, αναφέρονται στο ενδέκατο κεφάλαιο (11) του βιβλίου του Δανιήλ. 


Η ανάμειξη του ιερατικού θεσμού με την πολιτική, αποδυνάμωσε την αρχική του αποστολή και  δημιούργησε ρήγμα μεταξύ των ιερέων και των σοφών και γραμματέων, οι οποίοι έλεγχαν τις συναγωγές. Τοιουτοτρόπως  καλλιεργήθηκε το έδαφος για την ανάδειξη, μέσα από τους λόγιους, της σέχτας των Φαρισαίων [= αυτοί που έχουν χωρισθεί] οι οποίοι  ισχυρίζονταν ότι είναι οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, ερμηνευτές και θεματοφύλακες του ιουδαϊσμού, αναγνώριζαν εκτός της γραπτής  Τορά και την προφορική, δημιουργώντας έτσι το δίπολο, εντάλματα Θεού – εντάλματα  ανθρώπων. Αυτοί έδιναν ιδιαίτερη σημασία στους ανθρωποσύστατους τύπους, ανύψωναν το εθνικό φρόνημα και ήσαν δημοφιλείς μεταξύ του απλού λαού. Οι Φαρισαίοι ήταν σε μόνιμη κοινωνική και θρησκευτική αντιπαράθεση με την σέχτα των Σαδδουκαίων που απέρριπταν την προφορική παράδοση, επεδίωκαν σφόδρα τον εξελληνισμό και υπερασπιζόντουσαν τα δικαιώματα και προνόμια της άρχουσας τάξης. 


Ως πρόδρομοι των Φαρισαίων, χαρακτηρίζονται από πολλούς ιστορικούς, οι  Ασιδαίοι ή Χασιδαίοι ή Χασσιντίμ (δηλαδή «ευσεβείς»), οι οποίοι ήταν ιουδαϊκό κίνημα στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. με παραδοσιακές, μεσσιανικές, εθνικιστικές πεποιθήσεις και προσδοκίες όπως αυτές των Φαρισαίων και του σύγχρονου εβραϊκού Σιωνισμού, καθώς και του σύγχρονου χριστιανικού Σιωνισμού.


 

Η Ρωμαϊκή κατάκτηση, η φιλορωμαϊκή πολιτική των Ιουδαίων αρχόντων, και η ελληνιστική τάση των ευπόρων κυρίως Ιουδαίων της Παλαιστίνης και των αποικισθέντων στην Αίγυπτο, ισχυροποίησαν τη θέση των Φαρισαίων  δημιουργώντας όμως  παρενέργεια στην εβραϊκή αντίληψη, αυτή της υπερίσχυσης των προφορικών παραδόσεων έναντι του γραπτού Νόμου του Μωυσή, με αποτέλεσμα την γέννηση άκρατου εθνικισμού . Το γεγονός αυτό  προείδε ο προφήτης Ησαΐας και το επιβεβαίωσε και ο Κύριος Ιησούς.


 

«Ο λαός ούτος με πλησιάζει με το στόμα αυτών και με τα χείλη με τιμά, η δε καρδία αυτών μακράν απέχει απ’ εμού. Εις μάτην δε με σέβονται διδάσκοντες διδασκαλίας, εντάλματα ανθρώπων.» [Ματθ. 15:6-9]


 

Καθ’ όλη την διάρκεια της διακονίας του στη γη του Ισραήλ, ο Ιησούς αναφερόταν πάντοτε στο γραπτό Νόμο και τους Προφήτες και ουδέποτε σε ανθρώπινες παραδόσεις και διδαχές τις οποίες και απέρριπτε.


 

«Και αρχίσας από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών, διηρμήνευεν εις αυτούς τα περί εαυτού γεγραμμένα εν πάσαις ταις γραφαίς.» [Λουκ.24:27]


 

Ο Απόστολος Παύλος «εκ φυλής Βενιαμίν» ήταν Φαρισαίος, που σπούδασε στα Ιεροσόλυμα «παρά τους πόδας» του επίσης Φαρισαίου Γαμαλιήλ. Ήταν περισσότερο ζηλωτής των πατρικών του παραδόσεων και πριν την μεταστροφή του στο Χριστό μη έχοντας την πνευματική κατανόηση του γραπτού νόμου, εδίωκε και κακοποιούσε την εκκλησία του Θεού.


 

«Διότι ηκούσατε την ποτέ διαγωγήν μου εν τω Ιουδαϊσμώ ότι καθ’ υπερβολήν εδίωκον την εκκλησίαν του Θεού και εκακοποίουν αυτήν, και προέκοπτον εις τον Ιουδαϊσμόν υπέρ πολλούς συνηλικιώτας εν τω γένει μου περισσότερον ζηλωτής υπάρχων των πατρικών μου παραδόσεων.» [Γαλ. 1:13-14]


 

Όταν όμως ήρθε σε επίγνωση κατάλαβε ότι οι γραφές μιλούσαν όχι για ένα σαρκικό αλλά για ένα πνευματικό λαό, που θα παραλάμβανε μια  επουράνια κληρονομιά και βασιλεία, που δεν θα ήταν από αυτόν τον κόσμο. Έτσι αυτά που νόμιζε πριν ότι ήταν κέρδη τα θεώρησε όλα σκύβαλα, για να κερδίσει το Χριστό. Έχοντας πια αυτή την κατανόηση συστήνει στην εκκλησία «να μην φρονεί περισσότερο από αυτό που είναι γραμμένο για να μην επαίρεται κάποιος υπέρ του ενός κατά του άλλου». [Φιλ. 3:8, Ι Κορ. 4:6].


 

Στον Τιμόθεο ο ίδιος  απόστολος εξυψώνει την θεοπνευστία των γραφών θέτοντας αναμφισβήτητα τον γραπτό λόγο της εβραϊκής Βίβλου υπεράνω κάθε ανθρώπινης παράδοσης και φιλοσοφίας.

«Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, διά να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.» [ΙΙ Τιμ. 3:16-17]

Και πάλι: «Διότι όσα προεγράφησαν, διά την διδασκαλίαν ημών προεγράφησαν, διά να έχωμεν την ελπίδα διά της υπομονής και της παρηγορίας των γραφών.» [Ρωμ. 15:4]


 

Κανένα «γνήσιο τέκνο της πίστης», του αληθινού Ιησού, δεν παρασύρθηκε από τις ανθρώπινες παραδόσεις των Φαρισαίων, που όσοι ήλπιζαν σ’ αυτές, πίστευαν για τον Ιησού ότι ήταν ο Εβραίος που θα αποκαθιστούσε τη βασιλεία στο σαρκικό Ισραήλ κατά το γήινο πρότυπο του Δαυίδ.


 

«Ο Ιησούς λοιπόν γνωρίσας ότι μέλλουσι να έλθωσι και να αρπάσωσιν αυτόν, διά να κάμωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος.» [Ιωάν. 6:15]


 

Οι ίδιες αντιβιβλικές φαρισαϊκές αντιλήψεις, στάθηκαν εμπόδιο εις το να αναγνωρίσουν τον επουράνιο Ιησού ως τον Έναν αληθινό Θεό και γι’ αυτό ζητούσαν να τον θανατώσουν πιστεύοντας ότι ο Ιησούς ήταν όπως και αυτοί χοϊκός άνθρωπος, που έκανε τον εαυτό του Θεό.

«Διά τούτο λοιπόν μάλλον εζήτουν οι Ιουδαίοι να θανατώσωσιν αυτόν, διότι ουχί μόνον παρέβαινε το σάββατον, αλλά και Πατέρα εαυτού έλεγε τον Θεόν, ίσον με τον Θεόν κάμνων εαυτόν.» [Ιωάν. 5:18]

«Απεκρίθησαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· Περί καλού έργου δεν σε λιθοβολούμεν, αλλά περί βλασφημίας, και διότι συ άνθρωπος ων κάμνεις σεαυτόν Θεόν.» [Ιωάν. 10:33]


 

Ο Φαρισαϊκός Ιουδαϊσμός παρέμεινε στην εθνικιστική, επίγεια θεώρηση, των επαγγελιών του Θεού και μη κατανοώντας τον γραπτό προφητικό λόγο, αρνήθηκε τον τελειωτή της πίστεως Ιησού Χριστό και εδίωξε  τον αληθινό Χριστιανισμό από τη γέννηση του, αποτυγχάνοντας έτσι να πετύχει την πνευματική του ολοκλήρωση και να γίνει δέκτης των επουράνιων αγαθών.


 

    «Πλην δεν θέλετε να έλθητε προς εμέ, διά να έχητε ζωή.» [Ιωάν. 5:40]


 

«Διότι οι κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτών, μη γνωρίσαντες τούτον μηδέ τας ρήσεις [φωνάς] των προφητών, τας αναγινωσκομένας κατά παν σάββατον, επλήρωσαν αυτάς κρίναντες τούτον, και μη ευρόντες μηδεμίαν αιτίαν θανάτου, εζήτησαν παρά του Πιλάτου να θανατωθή.» [Πράξ. 13:27-28]


 

 

Ο σημερινός Ραβινικός Ιουδαϊσμός  ο οποίος εντρυφά σε συλλογή ανθρώπινων ιουδαϊκών παραδόσεων, συστήνεται ως η ιδεολογική συνέχεια του φαρισαϊκού Ιουδαϊσμού με ποικίλες τάσεις και απογυμνωμένος από τα στοιχεία  που νομιμοποιούσαν τον Ιουδαϊσμό, δηλαδή τον Ναό, τους Προφήτες, τους Ιερείς, τις θυσίες, τους βαπτισμούς, τις προσφορές και την γενεαλογική ιουδαϊκή γραμμή εξ’ αίματος, θέτει το σημερινό πολιτικό «Ισραήλ» αντί του Χριστού, ως την εκπλήρωση των βιβλικών επαγγελιών, και συντηρεί την προσδοκία ενός τρίτου χειροποίητου Ναού στην Ιερουσαλήμ, ως το μέσον εκπλήρωσης των εθνικιστικών του ιδεολογιών, αγνοώντας παντελώς ότι:


 

«Ο Θεός, όστις έκαμε τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος Κύριος ων του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί εν χειροποιήτοις ναοίς.» [Πράξ. 17:25]


 

 


ΙΙΙ.  Η γέννηση της κρατικής θρησκείας των Οικουμενικών Συνόδων


 

«Έλεγε λοιπόν ο Ιησούς προς τους Ιουδαίους που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: Εάν εσείς μείνετε στο λόγο το δικό μου, είστε αληθινά μαθητές μου, και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει.» [Ιωάν. 8:31]

 

                                                                                                                           


Ο διαμορφωθείς βυζαντινός, «πατερικός» Χριστιανισμός, διαφέρει στην δομή του από την αρχέγονη Εκκλησία που ίδρυσε ο Ιησούς και οι Απόστολοι του και που είναι η ολοκλήρωση του βιβλικού Ιουδαϊσμού.

Ο εξελληνισμένος Χριστιανισμός και ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός επιτεύχθηκαν με την ανάμειξη της Πλατωνικής κατά βάση σκέψης και του μονοθεϊστικού Ιουδαιοχριστιανισμού, με πρωτεργάτη τον Ιουδαίο ελληνιστή φιλόσοφο Φίλωνα ο οποίος εξίσωνε τις εβραϊκές Γραφές με τον Πλατωνισμό και ενώ διέδιδε τις ελληνικές φιλοσοφικές θέσεις είχε την απατηλή άποψη ότι έμενε πιστός στη Βίβλο των πατέρων του. Τον Φίλωνα μιμήθηκαν αργότερα οι φιλόσοφοι Απολογητές και οι «πατέρες». Σταδιακά αυτή η μείξη διαμόρφωσε νέο φιλοσοφικό ρεύμα, που ήταν μετεξέλιξη του Νεοπλατωνισμού του Πλωτίνου, το οποίο  χαρακτηρίζεται ως πατερική φιλοσοφία, η βυζαντινή σκέψη. Σύμφωνα με αυτή την νέα «πατερική» φιλοσοφία ο "επουράνιος" άνθρωπος, Ιησούς Χριστός, είναι η ενσάρκωση του προ-υπάρχοντος θεού Υιού, έχει δύο φύσεις, είναι τέλειος άνθρωπος όπως ένας χοϊκός και τέλειος θεός -εδώ έχουμε αντιγραφή του μυθολογικού μοντέλου "βιολογικός άνθρωπος - θεός"- και έτσι οι Εβραίοι αρνητές που οδήγησαν με δόλο τον Ιησού στο σταυρό, γιατί έκανε τον εαυτό Του Θεό ενώ ήταν βιολογικός άνθρωπος, δικαιώθηκαν από την «μαγειρική» των πατέρων.


«Απεκρίθησαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· Περί καλού έργου δεν σε λιθοβολούμεν, αλλά περί βλασφημίας, και διότι συ άνθρωπος ων κάμνεις σεαυτόν Θεόν.» [Ιωάν. 10-33]


Οι «πατέρες» της νέας θρησκείας κεντρισμένοι και αυτοί από την αγάπη του Φίλωνα με την αντιφατική ελληνική φιλοσοφία ξέχασαν τις γραφές που λένε ότι:


 

«Επειδή εν τη σοφία του Θεού ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Θεόν διά της σοφίας, ηυδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος να σώση τους πιστεύοντας.» [Ι Κορ. 1:21]



 

«Λαλούμεν δε σοφίαν μεταξύ των τελείων, σοφίαν όμως ουχί του αιώνος τούτου, ουδέ των αρχόντων του αιώνος τούτου, των φθειρομένων· αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού μυστηριώδη, την αποκεκρυμμένην, την οποίαν προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, την οποίαν ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου εγνώρισε· διότι αν ήθελον γνωρίσει, δεν ήθελον σταυρώσει τον Κύριον της δόξης.» [Ι Κορ. 2:6-8]


 

Η αποστολική εν πνεύματι Αγίω διδαχή, ότι ο Χριστός, είναι η φανέρωση της αγάπης του Θεού και «ο φωτισμός της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Χριστού» είναι σε αντιδιαστολή με την ανθρώπινη φιλοσοφία.


 

«Α και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις αλλ εν διδακτοίς πνεύματος πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες.» [Ι Κορ. 2:13]


 

«Επειδή είναι γεγραμμένον· Θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών. Που ο σοφός; που ο γραμματεύς; που ο συζητητής του αιώνος τούτου; δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» [Ι Κορ. 1:19-20]


 

Αυτή την αντιδιαστολή οι Απολογητές φιλόσοφοι την εξομοίωσαν, αφενός μεν υποβιβάζοντας «το ευαγγέλιο του Θεού» σε επίπεδο ανθρώπινης φιλοσοφίας και αφετέρου δε προβιβάζοντας την ανθρώπινη αντιφατική φιλοσοφία σε επίπεδο θεϊκό. [Ρωμ. 15:16]


 

«Πλάτων μεν γαρ, ως άνωθεν καταλελυθώς και τα εν ουρανοίς άπαντα ακριβώς εωρακώς, τον ανωτάτω θεόν εν τη πυρώδει ουσία είναι λέγει. Αριστοτέλης δε […] σαφώς και φανερώς την Πλάτωνος αναιρεί δόξαν.» [Ιουστίνος φιλόσοφος λόγος παραινετικός προς Έλληνας (80, 81)]


Με αυτή την αντιφατική φιλοσοφία πορεύθηκε μεγάλο μέρος των «Χριστιανών» από τον 20 μ.Χ. αιώνα και μετά, δελεαζόμενοι από τους Απολογητές, που δίδασκαν εσφαλμένα ότι η φιλοσοφία είναι παιδαγωγός προς τον Χριστιανισμό και συνεργός εις την κατανόηση της αλήθειας, αν και ο Ιουστίνος στα γραπτά του παρουσιάζει αντιφατικές μεταξύ τους εκδοχές σύμφωνα με το τελευταίο.

Την άποψη ότι η αρχαία φιλοσοφία είναι συνεργός στην Αλήθεια, ο Ιουστίνος στην μεν (Β' Απολογία, 10.1-8) την αποδίδει στον «σπερματικό λόγο», στην αποκάλυψη δηλαδή του Θεού της Βίβλου προς τον εθνικό κόσμο με μορφή σπερμάτων αληθείας, στην (Α' Απολογία, 54.1-10, Διάλογος προς Τρύφωνα, 69.1-4) λέει ότι ο διάβολος (με την φιλοσοφία) προσπάθησε να παραπλανήσει τα έθνη για να μην πιστέψουν στον Χριστό, και στην (Α΄Απολογία, 44.8-11) λέει ότι οι Έλληνες έλαβαν τους λόγους τους από τον Μωυσή και τους προφήτες. Το αλαλούμ των αντιφάσεων προσπάθησε να λειάνει δια της θεολογίας της «ανακεφαλαιώσεως» ο Ειρηναίος της Λυών. 



Αυτή η διδαχή  ήταν σε πλήρη αντίθεση από την διδαχή των Αποστόλων που έλεγαν :



«Ώστε ο νόμος έγεινε παιδαγωγός ημών εις τον Χριστόν, διά να δικαιωθώμεν εκ πίστεως αφού όμως ήλθεν η πίστις, δεν είμεθα πλέον υπό παιδαγωγόν.» [Γαλ. 3:24-25]


 

Οι ελάχιστες αναφορές της Καινής Διαθήκης στην ελληνική γραμματεία έχουν απλό ανθρώπινο νόημα και δεν αποδεικνύουν την παράλληλη διάδοση των φιλοσοφικών ρευμάτων από τους  Αποστόλους. Αυτό το ισχυρίζονται εσφαλμένα οι θιασώτες του μετεξελιγμένου και επεξεργασμένου «πατερικού» Χριστιανισμού, ο οποίος όπως προελέχθη  είναι το αποτέλεσμα, της επί σειρά ετών διεργασίας της  ανάμειξης της μυθολογίας, με την αποκάλυψη της αλήθειας από το Άγιο Πνεύμα, που στάλθηκε από τον ουρανό. [Ι Πέτρου προς Εβραίους 1:2]


 


Βιβλική μαρτυρία


 

«Και ο λόγος μου και το κήρυγμα μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως, ίνα η πίστης υμών μη η εν σοφία ανθρώπων, αλλ’ εν δυνάμει Θεού.» [Ι Κορ. 2:4-5 TRA]


   

Αποδεχόμενοι αυτή την ορθή στρατηγική του Αποστόλου Παύλου, οι Ιουδαίοι της Βέροιας ήταν «ευγενέστεροι» από τους Ιουδαίους της Θεσσαλονίκης και όταν τους επισκέφτηκε ο Παύλος στην συναγωγή τους, εδέχθησαν τον λόγο μετά πάσης προθυμίας. Για να βεβαιωθούν για την αλήθεια του Ιησού, «εξέταζαν κάθε μέρα τις γραφές» χωρίς να συμβουλευτούν την ελληνική φιλοσοφία, που άρπαζε ως λάφυρο τον Χριστό από τους πιστούς.


 

 

    «Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης κατά την παράδοσιν των ανθρώπων κατά τα          στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν.» [Κολ. 2:8]


 

 


Η Νέα Θρησκεία

 

 


Η πλατωνίζουσα νέα «πατερική» σκέψη, καλυπτόμενη πίσω από την εβραϊκή Βίβλο και την προσωπικότητα του Ιησού Χριστού και έχοντας υπόβαθρο τον Ελληνισμό, διαμόρφωσε τελικά νέα πολυθεϊστική θρησκεία, υποβασταζόμενη από την ρωμαϊκή πολιτική της Nέας Ρώμης. Ντυμένη τους αποτεφρωμένους τύπους του Ιουδαϊσμού «στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσεται [ΙΙ Πέτρ. 3:10]», όπως επίγειοι ναοί με συμβολική διαρρύθμιση και λειτουργία, που θυμίζει έντονα τον καμένο Ναό των Eβραίων, προβίβασε τον «έτερο θεό λόγο» του Φίλωνα και του Απολογητή Ιουστίνου και λοιπών φιλοσόφων, από «δεύτερο» και «κατώτερο» θεό, σε «συνάναρχο» και «συναΐδιο» με τον Πατέρα, κάνοντας οντολογική εξίσωση του Θεού Πατρός και του Θεού Υιού.


Η εσφαλμένη προσπάθεια των απολογητών να αναμείξουν την ελληνική σκέψη, αποδεχόταν σύνθετες θεότητες με ιεραρχική ένωση μελών θεών [ενοθεϊσμός], με τον βιβλικό Μονοθεϊσμό, γέννησε μακρές  θεολογικές φιλοσοφικές  μάχες. Τελικά με την αρωγή των φιλοσόφων «πατέρων» και την διεξαγωγή πολλών συνόδων, που στην πράξη τροφοδοτούσαν νέες διαμάχες, και αλλεπάλληλες καθαιρέσεις και εξορίες επισκόπων όλων των επί μέρους παρατάξεων, παράχθηκε  θεός τριών υποστάσεων, τρισήλιος θεότης, δικαιώνοντας έτσι την ανθρώπινη φιλοσοφία και την ανέκαθεν εθνική πολυθεΐα. Το ακατάληπτο για τους ανθρώπους της «Τρισυπόστατης μονάδος» έγινε  πλήρως καταληπτό στα τέλη του 4 μ.Χ. αιώνα, μόνο από τους «πατέρες» φιλοσόφους, οι οποίοι οριστικοποίησαν το «τριαδικό» που ανακηρύχτηκε με αυτοκρατορικό βούλευμα Ορθό, αντικαθιστώντας την «κατά Χριστόν» διδαχή. [Κολ. 2:8]


 

 

Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης.  Απόσπασμα διατάγματος από το Βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο

 

                                                                    Περί της ορθοδόξου πίστεως των χριστιανών

                                                                              και του μηδένα κατατολμάν περί

                                                                                  αυτής δημοσία αμφισβητείν.


 

(1)     Ανάγνωθι βι. α’ τι α κεφ. α και δ, εν οις φησίν, ότι Χριστιανός έστιν ο πιστεύων μίαν είναι θεότητα εν ίση εξουσία του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος, ο γαρ παρά τα ειρημένα δοξάζων αιρετικός έστιν.


(2)    Μηδείς κληρικός η μοναχός η στρατευόμενος η άλλος οιοσδήποτε πληθύν συνάγων δημοσία περί της πίστεως διαλεγέτω, υβρίζειν γαρ δοκεί την εν χαλκηδόνι σύνοδον την δεόντως πάντα διατυπώσασαν, ήτις και τοις αιρετικοίς πάσι δίδωσι γινώσκειν τα ημέτερα. Ώστε ουν ει μεν κληρικός είη ο ταύτα ποιών, του συλλόγου των κληρικών εκπεσείται. Ει δε στρατευόμενος, της στρατείας. Οι δε λοιποί κατά την οικείαν τάξιν τιμωρείσθωσαν. Πηγή

 

Μετάφραση αποσπάσματος

«Χριστιανός είναι  αυτός που  πιστεύει ότι  υπάρχει μία θεότητα με ίση εξουσία του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος. Αυτός που πιστεύει διαφορετικά σε αυτά που έχουν ειπωθεί είναι αιρετικός .

 

Κανένας κληρικός η μοναχός η στρατευόμενος η άλλος οποιοσδήποτε συγκεντρώνοντας  πλήθος δημοσία  να μην μιλά για την πίστη, γιατί θα φαίνεται ότι υβρίζει την σύνοδο  στη Χαλκηδόνα  η οποία δεόντως τα πάντα διατύπωσε,  και  η οποία σε όλους τους αιρετικούς δίνει τη δυνατότητα να μάθουν την άποψή μας . Ώστε  αν κάποιος κληρικός  αυτό κάνει, από το σύλλογο των κληρικών θα απομακρυνθεί . Αν  είναι στρατευόμενος, από το στρατό. Οι δε υπόλοιποι σύμφωνα με την οικεία τάξιν να τιμωρούνται».

 

Την δε «θεοπνευστία» της πατερικής δογματικής και τις διαμάχες και αντιδράσεις μεταξύ των πατριαρχικών θρόνων, οι οποίες εκάμπτοντο τελικά υπό του αυτοκράτορος,  μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία του Β. Κ. Στεφανίδου, εκδόσεις Παπαδημητρίου, απ' όπου και διαβάζουμε αποσπάσματα «Ο Αλεξανδρείας θεόφιλος ήτο θιασώτης του Ωριγένους και εχθρός του ανθρωπομορφισμού. Οι μοναχοί της Σκήτεως κατά μεγάλας ομάδας μετέβησαν εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλησαν, ότι θα εφόνευον αυτόν, αν δεν κατεδίκαζε τον Ωριγένην [...] Ο Ρώμης Καιλεστίνος θεώρησε περιττήν την σύγκλησιν οικουμενικής συνόδου (για τον Νεστοριανισμό), εδέχθη όμως αυτήν συγκληθείσαν υπό του αυτοκράτορος της Ανατολής Θεοδοσίου του Β' και του αυτοκράτορος της Δύσεως Βαλεντινιανού του Γ'. Ούτω συνεκλήθη η τρίτη οικουμενική σύνοδος εν Εφέσω (431). Θεοδόσιος ο Β' διέκειτο ευμενώς προς τον Νεστόριον, διώρισεν αυτοκρατορικόν αντιπρόσωπον εν τη συνόδω τον κόμητα Κανδιδιανόν, προσωπικόν φίλον του Νεστορίου, και επέτρεψε, μέρος της περιλάμπρου αυτοκρατορικής φρουράς να συνοδεύση τον Νεστόριον μέχρι της Εφέσου. Ο Κύριλλος, εις των τεσσάρων μεγάλων πατριαρχών της Αλεξανδρείας (τρίτος κατά την σειράν), ομότροπος ανεψιός και διάδοχος του γνωστού σε ημάς Αλεξανδρείας Θεοφίλου, έφθασεν εις την Έφεσον, ακολουθούμενος υπό Αιγυπτίων επισκόπων, μοναχών, υπηρετών και ναυτών χειροδυνάμων, οι οποίοι ήσαν έτοιμοι δι' ακαταμαχήτων επιχειρημάτων να υποστηρίξωσι τον κύριον αυτών και την διδασκαλίαν αυτού κατά πάσης ενδεχομένης βίας εκ μέρους των αντιθέτων [...] Ούτως η σύνοδος της Εφέσου διεσπάσθη εις δύο τμήματα με αντιθέτους αποφάσεις». (Σελ. 208, 216-7)


«Ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Β' πεισθείς υπό των υποστηρικτών του Ευτυχούς συνεκάλεσεν εν Εφέσω σύνοδον (449), της οποίας αι συνεδρίαι έγιναν εν τω ναώ της Μαρίας. Ως αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι παρέστησαν ο κόμης (αυτοκρατορικός σύμβουλος) Ελπίδιος και ο τριβούνος και νοτάριος (αμφότερα τίτλοι αυτοκρατορικού γραμματέως -οι τίτλοι του «κόμητος» και του «τριβούνου» εδίδοντο εις πολιτικούς και εις στρατιωτικούς βαθμούχους- ως αντιπρόσωποι δε του Ρώμης Λέοντος, του Α' εις επίσκοπος, εις πρεσβύτερος (Ρενάτος, αποθανών εν Δήλω, πριν φθάση εις την Έφεσον) και εις διάκονος. Πρόεδρος υπό του αυτοκράτορος ωρίσθη ο Αλεξανδρείας Διόσκουρος. Ο Κων/πόλεως Φλαβιανός και οι οπαδοί του αυτού εστερήθησαν του δικαιώματος της ψήφου, τουναντίον δε εδόθη τοιαύτη εις τον Σύρον πρεσβύτερον και ηγούμενον Βαρσουμάν, ως αντιπρόσωπον των μονοφυσιτών μοναχών της Συρίας. Ούτος δια μοναχών, ωπλισμένων με ράβδους, σκαπάνας και πτυάρια, ελεηλάτει παρά τον Ευφράτην τας εκκλησίας των Νεστοριανών, έκαιε τα μοναστήρια αυτών και εδίωκεν ή εφόνευε τους Νεστοριανούς επισκόπους. Ελθών εις την Έφεσον έφερε μεθ' εαυτού το τάγμα τούτο δια παν ενδεχόμενον. Επί των μη μονοφυσιτών της εν Εφέσω συνόδου εξ αρχής ήσκησαν τρομοκρατίαν διάφοροι πολυπληθείς ομάδες, τραχείς εντόπιοι στρατιώται, φανατικοί μοναχοί, ελθόντες εκ Κων/πόλεως και Συρίας (εξ Αιγύπτου δεν αναφέρονται), χειροδύναμοι ναύται και κακότροποι παραβολανοί (οι παραβολάνοι αναφέρονται εις την άνοδον του Κυρίλλου στον πατριαρχικόν θρόνον, και στον φόνο της φιλοσόφου Υπατίας), οι οποίοι ήσαν νοσοκόμοι, χρησιμοποιούμενοι και ως νεκροθάπται και εν ανάγκη δι' οιονδήποτε άλλον σοβαρόν σκοπόν. Τας δύο τελευταίας ομάδας έφερεν εξ Αιγύπτου ο πατριάρχης Διόσκουρος. Η διδασκαλία του Ευτυχούς παρουσιάσθη ως εξής «δύο φύσεις προ της ενώσεως, μία μετ' αυτήν» και ανεγνωρίσθη ως ορθόδοξος, ο δε Ευτύχιος ηθωώθη. Την αυτήν διατύπωσιν είχεν ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, αλλ' εκείνος προσέθεσε το «ασυγχύτως και ατρέπτως», ενώ ο Ευτύχης την ανθρώπίνην φύσιν του Χριστού εδέχετο «ουχ ομοούσιον ημίν». Επειδή η προταθείσα καθαίρεσις του Φλαβιανού προυκάλει αντιρρήσεις, η τρομοκρατία ηύξησε και ούτως επέφερεν αποτέλεσμα. Ο Φλαβιανός έκαμεν έκκλησιν, χωρίς να αναφέρη εις ποίον αύτη απηυθύνετο, απεπειράθει να καταφύγη υπό την αγίαν τράπεζαν ως εις άσυλον, χωρίς να κατορθώση αυτό. Ωθούμενος και τυπτόμενος ερρίφθη έξω του Ναού, καθηρέθη και εξορίσθη. Τα έκτροπα δεν αναφέρονται υπό των περισωθέντων πρακτικών της συνόδου, αλλ΄ είναι γνωστά εκ μαρτυριών, γενομένων εν τη Δ' Οικουμ. Συνόδω (Mansi, 6, 828). [...] Ο αυτοκράτοωρ Θεοδόσιος ο Β' εκύρωσε τας αποφάσεις, αλλ' ο Ρώμης Λέων απέρριψε την σύνοδον, αποκαλέσας αυτήν ληστρικήν (latrocinium Ephesium, ληστρικόν Εφέσιον)». (Σελ. 222-224)



Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Θεοδόσιος


Ο ηλιολάτρης, πολυθεϊστής, μιθραϊστής, αιμοσταγής, αυτοκράτορας των Ρωμαίων,  Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος, για πολιτικούς λόγους επιδίωξε την θρησκευτική αφομοίωση των εθνοτήτων του, θεωρώντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε και την εύνοια του Θεού των «Χριστιανών» στις πολεμικές του επιχειρήσεις αλλά και την προθυμία των ίδιων να χύσουν το αίμα τους για την αυτοκρατορία. Όντας ειδωλολάτρης την όποια γνώση είχε για τον Υιό του Θεού, την είχε αποκομίσει από αμφιλεγόμενους χρησμούς μιας Σίβυλλας [= μάντισσα, ιέρεια του θεού Απόλλωνα]  την οποία και μακάριζε.

«Αυτό ενεπνεύσθη από τον θεόν να προφητεύση η παρθένος Σίβυλλα. Εγώ δε βεβαίως την θεωρώ μακαρίαν, εφ’ όσον ο Σωτήρ [προσωνύμιο του Απόλλωνα] την εξέλεξεν ως προφήτιν περί της υπέρ ημών προνοίας του». [Ευσέβιος, Βασ. Κωνσταντίνου, λόγος τω των αγίων συλλόγω, κεφ. 18, 5]

Οι περισσότεροι σύγχρονοι του Ευσεβίου θεωρούσαν ότι, οι περί του Ιησού Σιβυλλικοί χρησμοί ήταν πλαστογραφήματα, καθώς ο ίδιος ο Ευσέβιος μαρτυρεί:

«Αλλ’ οι περισσότεροι άνθρωποι απιστούν, μολονότι παραδέχονται ότι η Ερυθραία Σίβυλλα υπήρξε μάντις, υποπτεύονται δε ότι τα έπη ταύτα συνέθεσε κάποιος από την ιδικήν μας θρησκείαν όχι άμοιρος ποιητικής μούσης και ότι ταύτα είναι νόθα και απεκλήθησαν χρησμοί της Σίβυλλης». [Βασ. Κωνσταντίνου, λόγος τω των αγίων συλλόγω, κεφ. 19, 1]

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προερχότανε από τον στρατό και είχε πάρει το αξίωμα του από πολεμικές ανδραγαθίες. Το κύριο μέλημά του, ήταν η σωστή διοίκηση, η  αύξηση και η διατήρηση της εδαφικής του κυριαρχίας. Χωρίς να έχει γνώσεις  από την ελληνική και την ιουδαϊκή γραμματεία και αναρμόδιος σε ιουδαιοχριστιανικά βιβλικά ζητήματα, συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία χαρακτηρίζεται ως πολιτική πράξη, σκοπεύοντας στην συνοχή του ρωμαϊκού κράτους μέσω κοινής πίστης. Κάνοντας τις αποφάσεις της Συνόδου νόμο του κράτους με ποινή θανάτου στους αμφισβητίες, έθεσε τον εαυτό του προστάτη, του ήδη εξελληνισμένου και σχισματικού χριστιανισμού, παραχωρώντας και ειδικά προνόμια στον κλήρο. Ο ίδιος επηρεασμένος από Αρειανιστές επισκόπους φίλους του και την αδελφή του Κωνσταντία έκλινε προς τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα μετά την καταδίκη από την Σύνοδο  του Αρειανισμού και την εξορία του Άρειου, ανακαλεί τον τελευταίο από την εξορία και τιμωρεί με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Αρείου στην Σύνοδο, τον «πατέρα» Αθανάσιο της Αλεξανδρείας.

Την μεγαλύτερη όμως διαστρέβλωση των επαγγελιών του Θεού και της διδαχής του γνήσιου Χριστιανισμού, που δεν έχει σημαία ή χρώμα, την πέτυχε ο αυτοκράτορας  Θεοδόσιος κάνοντας το 380 μ.Χ., τον επεξεργασμένο Χριστιανισμό, επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας του, αποδίδοντας έτσι εθνικοθρησκευτική ταυτότητα στους χοϊκούς πολίτες του, σε αντίθεση με την πνευματική και ουχί εκ του κόσμου τούτου ταυτότητα, που αναγνωρίζει ο ένας Θεός στους «μετόχους της επουράνιας κλήσης». [Εβρ. 3:1]

«Διότι πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού· επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε. Δεν είναι πλέον Ιουδαίος ουδέ Έλλην, δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος, δεν είναι άρσεν και θήλυ· διότι πάντες σεις είσθε εις εν Χριστώ Ιησού· εάν δε ήσθε του Χριστού, άρα είσθε σπέρμα του Αβραάμ και κατά την επαγγελίαν κληρονόμοι.» [Γαλ. 3:26-29]

 

Η Νέα κρατική θρησκεία των «πατέρων» φιλοσόφων, υποστηριζόμενη  από την αντιπαγανιστική νομοθεσία των μονοκρατόρων προστατών της, οι οποίοι έθεσαν εκτός νόμου όλες τις αρχαίες θρησκείες επιβάλλοντας την ποινή του αποκεφαλισμού  και άλλων μέσων τιμωρίας στους αντιφρονούντες, πέτυχε την βίαιη επικράτηση της, αποφέρουσα πνευματικό σκότος  διαρκείας σε Ανατολή και Δύση και θέτοντας την πολιτική και θρησκευτική παράδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κάτω από τον έλεγχο της μισαλλοδοξίας της και του απόλυτου δογματισμού της.  


Το απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων που παρατίθεται αποτυπώνει την πλήρη αντίθεση των αγαθών προθέσεων του Θεού για τον άνθρωπο, με τους σκοπούς και τα κρατικά υπηρετούμενα συμφέροντα της Νέας θρησκείας, συμμάχου του Βυζαντίου, και την πολιτική της βίαιης εκκαθάρισης των αλλόθρησκων.


 

«Εκλέγων σε [τον Παύλο] εκ του λαού και των εθνών, εις τα οποία τώρα σε αποστέλλω διά να ανοίξης τους οφθαλμούς αυτών, ώστε να επιστρέψωσιν από του σκότους εις το φως και από της εξουσίας του Σατανά προς τον Θεόν, διά να λάβωσιν άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μεταξύ των ηγιασμένων διά της εις εμέ πίστεως.» [Πράξ. 26:17-18]


Υπήρξαν βέβαια και φωνές που αντιτίθονταν  στη μισαλλοδοξία των φανατικών και βιαίως φερομένων "χριστιανών" και επενέβησαν υπέρ των διωκομένων αλλόθρησκων, βεβαιώνοντας παράλληλα το πογκρόμ εναντίον τους, όπως π.χ. οι γιοί του Θεοδοσίου Α', Ονώριος και θεοδόσιος Β', οι οποίοι προσπάθησαν να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών "χριστιανών" και απαίτησαν σύμφωνα με τον νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών. ("Ιστορία του ελληνικού Έθνους", Εκδ. Αθηνών Α.Ε. τ. Ζ', σελ.345)


Επίσης: Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, 'Επαρχο Πραιτορίου:

«[...] Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώσουν βίαιο χέρι επάνω στους Εβραίους και Εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντια στην τάξη και στους νόμους μας. Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, ή λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν ή και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν. Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουμε να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα.» [Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.24  (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.)]


Οι παρενέργειες της κρατικοποίησης της Νέας θρησκείας

 


Οι αντιχριστιανικές επιπτώσεις της απόφασης του Ρωμαίου αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄(379- 395) να κρατικοποιήσει το έργο του Θεού για την σωτηρία των ανθρώπων, διαιωνίζονται και αποτυπώνονται:


Ι) Από τα αποτελέσματα της αντιπαγανιστικής πολιτικής που ακολούθησε αυτός και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, η οποία μοιάζει με αυτήν του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη.


 

«Και πας όστις δεν κάμνει τον νόμον του Θεού σου και τον νόμον του βασιλέως, ας εκτελήται ταχέως κρίσις επ' αυτόν, είτε εις θάνατον, είτε εις εξορίαν, ή εις δήμευσιν υπαρχόντων, ή εις φυλακήν.» [Έσδ. 7:26]


Ο Καναδός ιστορικός James Allan Evans αναφέρει: [Η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων συντελέστηκε με την υποκίνηση των «χριστιανών» μοναχών. «Στο επίπεδο του λαού, οι πιο άσπονδοι εχθροί του παγανισμού ήταν οι μοναχοί. [...] Οι μοναχοί είχαν ενεργή συμμετοχή στις διαμάχες σχετικά με τα ορθά χριστιανικά δόγματα. [...] Οι μοναχοί δεν έδειχναν κανένα έλεος στους παγανιστές. Όταν οι όχλοι κατέστρεφαν παγανιστικούς ναούς, οι μοναχοί ήταν συνήθως στον πυρήνα τους»]. (James Allan Evans, The Emperor Justinian and the Byzantine Empire, Greenwood Press, 2005, σελ. xxvii, xxviii)] (Βικιπαίδεια)


ΙΙ) Από την ιδιάζουσα χριστιανική αντίληψη που απέκτησαν οι βυζαντινοί «Χριστιανοί» υπήκοοι, όπως διαφαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα, από άρθρο του θεολόγου Μανώλη Τζιράκη:

 

«Πέρα όμως από τον αυτοκράτορα και ο υπήκοος του Βυζαντινού κράτους είναι ακραιφνής και πιστός χριστιανός. Πιστεύει ότι το κράτος στο οποίο ανήκει είναι υπό την προστασία του Θεού και απολαμβάνει την εύνοιά Του. Την πίστη αυτή εκφράζει ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα όταν αναφέρει ότι: «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταληθήσεται, θα μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν» (att. Αρβελέρ, 2009). Τα μέλη της βυζαντινής κοινωνίας είναι νομοταγείς υπήκοοι του αυτοκράτορα και προσηλωμένοι στην πίστη τους χριστιανοί, καθοδηγούμενοι από μοναχούς και κληρικούς, ακούουν αδιάκριτα στο όνομα Ρωμαίος ή Χριστιανός, έννοιες ταυτόσημες στο Βυζάντιο, που ο αυτοκράτοράς του Λέων ΣΤ΄ ονομάζει χαρακτηριστικά Έθνος Χριστιανών, ενώ τον βυζαντινό λαό ονόμασαν Περιούσιο ή Νέο Ισραήλ (Αρβελέρ, 2009).»

 

Πηγή


ΙΙΙ) Από την περιοδική επικράτηση των αντιμαχόμενων δογματικών ομάδων με την ευνοϊκή στήριξη του εκάστοτε αυτοκράτορα η οποία είχε πάντοτε πολιτικά κίνητρα. Ο Βασίλειος Στεφανίδης που ήταν αρχιμανδρίτης και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών, στην "Εκκλησιαστική ιστορία" αναφέρει ότι:


«[...] η Εκκλησία ήτο υποτεταγμένη εις την πολιτείαν. Ο καισαροπαπισμός ήτο ανάλογος των προσώπων και των περιστάσεων, άλλοτε μεν βαρύτερος, άλλοτε δε ελαφρότερος. Εκ του αυτοκράτορος εξηρτάτο η εκλογή των επισκόπων και μάλιστα των πατριαρχών, η ίδρυσις και συγχώνευσις επισκοπών και αρχιεπισκοπών και η ανύψωσις αυτών εις μητροπόλεις, ή ανακήρυξις αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εις τον αυτοκράτορα εγίνοντο εκ των εκκλησιαστικών δικαστηρίων εφέσεις. Ο αυτοκράτωρ συνεκάλει τας οικουμενικάς συνόδους, διηύθυνεν αυτάς προσωπικώς ή δι' αντιπροσώπων, τας συνοδικάς αποφάσεις καθίστα νόμους του κράτους, και εκ των αντιμαχομένων δογματικών διδασκαλιών αυτός ώριζε, τις θα επεκράτει. Ούτως ο Κωνστάντιος και ο Ουάλης επέβαλον τον Αρειανισμόν, ο Μέγας Θεοδόσιος την Ορθοδοξίαν, ο Βασιλίσκος τον Μονοφυσιτισμόν, ο Ζήνων παραμέρισε την Δ’ Οικουμενική Σύνοδον, ο Ιουστινιανός δια δογματικών διαταγμάτων όρισε την πίστη των υπηκόων αυτού και, τέλος, επέβαλε τον Μονοφυσιτισμόν, ο Ηράκλειος επέβαλε τον Μονοθελητισμόν και ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος την Εικονομαχίαν.» (Εκκλ. Ιστορία  Στεφανίδου, εκδ. Παπαδημητρίου (6η έκδ.), σελ. 149)

 

IV) Aπό τον ιερατικό χαρακτήρα που απέκτησαν οι αυτοκράτορες οι οποίοι στις συνόδους επευφημούντο ως «αρχιερείς».


«Η δε εικονομαχική σύνοδος του 754 αποφάσισε ότι «των Αποστόλων εφαμίλλους τους πιστούς ημών βασιλείς εξανέστησε (ο Θεός), τη του αυτού πνεύματος σοφισθέντας δυνάμει, προς καταρτισμόν μεν ημών και διδασκαλίαν, καθαίρεσιν δε δαιμόνων οχυρωμάτων» (αυτ. 13, 225). Δια των λέξεων τούτων οι αυτοκράτορες εκηρύχθησαν Ισαπόστολοι και θεόπνευστοι.» (Εκκλ. Ιστορία  Στεφανίδου, εκδ. Παπαδημητρίου (6η έκδ.), σελ. 151)


 

 

Επίλογος


Η διαμορφωθείσα θρησκευτική και η εκ των υστέρων πολιτική επικυριαρχία της Νέας κοσμικής βυζαντινής θρησκείας, παραπέμπει στους  στρατιωτικούς κατακτητικούς  θριάμβους της Ρώμης μάλλον, παρά στον αμιγή και δια Πνεύματος Αγίου επουράνιο προορισμό, που χάραξε ο πρώιμος  Χριστιανισμός με την πειθώ του θεόπνευστου γραπτού λόγου και όχι με την πειθώ της αντιφατικής εξελιγμένης πατερικής φιλοσοφίας και του ένοπλου εξαναγκασμού, που έβλαψαν και νόθευσαν τις βασικές αλήθειες  ότι ο Θεός είναι αγάπη και είναι Ένας. 


«Και αφού διώρισαν εις αυτόν ημέραν, ήλθον προς αυτόν πολλοί εις το κατάλυμα, εις τους οποίους εξέθεσε διά μαρτυριών την βασιλείαν του Θεού και έπειθεν αυτούς εις τα περί του Ιησού από τε του νόμου του Μωϋσέως και των προφητών από πρωΐ έως εσπέρας.» [Πράξ. 28:23]


 

«Εν εκείνω τω καιρώ αποκριθείς ο Ιησούς είπε· Δοξάζω σε, Πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά εις νήπια, ναι, ω Πάτερ, διότι ούτως έγεινεν αρεστόν έμπροσθέν σου. Πάντα παρεδόθησαν εις εμέ από του Πατρός μου· και ουδείς γινώσκει τον Υιόν ει μη ο Πατήρ· ουδέ τον Πατέρα γινώσκει τις ειμή ο Υιός και εις όντινα θέλει ο Υιός να αποκαλύψη αυτόν.» [Ματθ. 11:25-27]

 



 

Αμήν

 







<< Επιστροφή στην Αρχική σελίδα