Η κυριολεκτική ερμηνεία της παραβολής του Πλούσιου και του Φτωχού Λάζαρου στην διήγηση του Λουκά είναι ασύμβατη με την Π.Δ.

Η κυριολεκτική ερμηνεία της παραβολής του Πλούσιου και του Φτωχού Λάζαρου στην διήγηση του Λουκά είναι ασύμβατη με την Παλαιά Διαθήκη

 Συγγραφή: Ευαγγελος Δ. Κεπενές (Απρίλιος 13, 2023, 11:08 π.μ.)


Ο μύθος των αιώνιων βασάνων

 

«Πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη ο Άδης δεν μνημονεύεται ως τόπος τιμωρίας ή Κόλαση.»       

                                                                                                                                                                                     (Αγουρίδης Σάββας)

Η εμμονική και μυθική θρησκευτική πίστη περί μεταθανάτιων αιωνίων βασάνων των «απίστων», σε κάποιο «τόπο», με αδιευκρίνιστους βασανιστές, όπου το στοιχείο της φύσης, η φωτιά, διατηρείται συνεχώς αναμμένη με θειάφι (=χημικό στοιχείο, που είναι γνωστό από την εποχή του Ομήρου ως διώκτης των φιδιών και ως παρασιτοκτόνο), είναι άλογη και αυθαίρετη σύζευξη της αντινομίας «Αθάνατος ή Άβροτος – Θνητός ή Βροτός». Το παράδοξο αυτό είναι αποτέλεσμα της Μυθολογίας και της ψεύτικης και προβληματικής θεολογίας της ελληνικής πατερικής σκέψης, οι οποίες εξομοίωσαν την διάκριση μεταξύ φυσικού – μεταφυσικού / ορατού – αοράτου / φωτός – σκότους / πνευματικού – σαρκικού / ζωής – θανάτου / επίγειου – επουράνιου, και ακύρωσαν τον διακριτό ορισμό βιβλικών εννοιών, ανατρέποντας έτσι την θεϊκή λογική και ευταξία «ἀλλ' οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν ἀλλὰ τὸ ψυχικόν (ζωικόν), ἔπειτα τὸ πνευματικόν» (Α΄ Κορ. 15:46). Αυτή η βέβηλη ανατροπή είναι το αποτέλεσμα παρανόησης της βιβλικής ανθρωπογνωσίας από αρχαίες φιλοσοφικές διαρχικές επιδράσεις που διχοτομούν τον χοϊκό άνθρωπο σε δύο στοιχεία, σε θνητό σώμα και σε αθάνατη ψυχή και παρανόησης της βιβλικής κοσμογονίας από Μία Αρχή σε μυθολογικές κοσμογονικές θεωρίες δύο αρχών μιας Αγαθής και μιας Κακής.

 

Σύγχρονοι αυτόκλητοι και αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «δούλοι, ποιμένες, προφήτες κ.ά.» του Θεού, διάκονοι του Θανάτου και της κατάκρισης της Π.Δ. αντί της αγάπης, της δικαίωσης, της λύτρωσης, της άφεσης, της χάρης και της δωρεάς της αθανασίας της Κ.Δ. που κήρυξαν ο Χριστός και οι απόστολοί Του, αναπαράγουν το απεχθέστατο μύθευμα περί αιώνιων βασάνων των απίστων, και την πνευματική τρομοκρατία που έσπειραν οι ομοϊδεάτες πρόγονοί τους οπαδοί των αρχαίων θρησκειών.

Το κάλυμμα το οποίο υπήρχε κατά την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης παραμένει έως σήμερα και δεν μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνον δια του Παντοκράτορα Ιησού Χριστού ο οποίος εκπλήρωσε τον Νόμο και τους προφήτες, σύντριψε την βασιλεία του Θανάτου που κρατούσε τους θνητούς μακριά από το «δέντρο της Ζωής», υπέταξε αγγέλους, εξουσίες και δυνάμεις και έκανε Παλιγγενεσία, δηλαδή Νέο πνευματικό άνθρωπο «Νέα Κτίση» (Β΄ Κορ. 5:17) και χάρισε την αιώνιο ζωή με προϋπόθεση την πίστη σ΄Αυτόν και την αγάπη προς τον πλησίον.

Το μύθευμα, των αιωνίων βασάνων, έχει υπόβαθρο το εξ ίσου μύθευμα της αθανασίας της ψυχής, του Πλατωνικού δυισμού, ως άυλης οντότητας που βρίσκεται ενσαρκωμένη και αιχμάλωτη στον τάφο «σήμα» του υλικού σώματος (προσωρινή ένωση) και επιδιώκει την απελευθέρωση και επάνοδό της στην αρχική της κατάσταση, μέσω μετενσαρκώσεων. Η ιδέα αυτή, την οποία σύμφωνα με τον Ιώσηπο υιοθετούσαν και οι Φαρισαίοι (Ιουδ. Πόλ. 2.8.14), είναι αντίθετη με την βιβλική θεώρηση της ψυχής όπου:

 

Ι) Ψυχή είναι ο όλος άνθρωπος

 

«Οὗτοι υἱοὶ ραχηλ οὓς ἔτεκεν τῷ ιακωβ πᾶσαι ψυχαὶ δέκα ὀκτώ.» (Γέν. 46:22)

 

«Ψυχαὶ δόλιαι πλανῶνται ἐν ἁμαρτίαις δίκαιοι δὲ οἰκτίρουσιν καὶ ἐλεῶσιν.» (Παρ. 13:9 Ο΄)

 

«Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας ανωτέρας εξουσίας.» (Ρωμ. 13:1)

 

ΙΙ) Η ψυχή πεθαίνει

 

«ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα αὕτη ἀποθανεῖται.» (Ιεζ. 18:4)

 

«Καὶ ἐπὶ πάσῃ ψυχῇ τετελευτηκυίᾳ οὐκ εἰσελεύσεται ἐπὶ πατρὶ αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ μητρὶ αὐτοῦ οὐ μιανθήσεται.» (Λευ. 21:11 Ο΄)

 

«Και εἶπεν Σαμψών αποθανέτω ψυχή μου μετὰ ἀλλοφύλων.» (Κρ. 16:30)

 

Η εκλιπούσα, δρ. Ιωάννα Σαχινίδου, ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος του Οικουμενικού Φόρουμ Ευρωπαίων Χριστιανών Γυναικών, συγγραφέας, εκδότρια του παιδικού περιοδικού «ουράνιο τόξο» (1980-1993) και αρθρογράφος στο χριστιανικό περιοδικό «Αστήρ της ανατολής», στο άρθρο της «Δυισμοί εντός του Ανθρώπου: Ψυχή-Σώμα» αναφέρει: «Πρέπει να διαχωρίσουμε την έννοια «ψυχή» στην μετάφραση των εβδομήκοντα από Πλατωνικούς δυισμούς και να λάβουμε υπόψη τη βιβλική κατανόηση όπου οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σε σχέση με τον δικό τους εαυτό, ιδέα που συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη στην έννοια νέφες. Είναι θεμελιώδες να επανακτήσουμε την έννοια «ψυχή» όπως χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη ως σχέση του ατόμου με το Θεό και τον κάθε άλλον. Ας μελετήσουμε τη σχέση «ψυχής ζώσας» και «εικόνας του Θεού» που οδηγούν σε αλληλοσχετιζόμενη δημιουργία ενωμένη με το δημιουργό που εμφυσά στους ανθρώπους πνοή ζωής.

Μελετητές της βίβλου, στον εικοστό αιώνα θεωρούν ότι η βιβλική ανθρωπογνωσία δεν διχοτομεί τον άνθρωπο σε ψυχή και σώμα, αλλά τον αντιμετωπίζει ολιστικά. Ο δυισμός παρερμήνευσε την ανθρώπινη φύση από επιρροές ελληνιστικών πλατωνικών δοξασιών. Στην Καινή Διαθήκη αγιάζεται το σώμα, υπάρχει ο όλος άνθρωπος, και η σωτηρία είναι πλήρης. Ο άγγελος είπε στον Ιωσήφ «πορεύου εις την γην Ισραήλ, τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου» Ματθαίος 2:20. Στο Ματθαίο 6:25 γράφει «μη μεριμνάτε τη ψυχή ημών τι φάγητε και τι πίητε» […] Δεν υπάρχει αναφορά σε ασώματες ψυχές που θα ξαναενωθούν με τα σώματά τους, ψυχή είναι ο όλος άνθρωπος». (Αστήρ της ανατολής Σεπτέμβριος 2015 Τεύχος 8)

 

Ο Άδης της αρχαίας θρησκείας

Οι πληροφορίες, για τον Άδη της αρχαίας θρησκείας, αντλούνται από τον Όμηρο και άλλα αρχαία αφηγήματα/έπη και ποιήματα όπου οι επινοημένοι θεοί, των θνητών χοϊκών, μιμούνται τις φαύλες ή αγαθές τους πράξεις, ερωτεύονται, μοιχεύουν, συνουσιάζονται μαζί τους, έχουν γενεαλογίες και κυριαρχικά όρια, εχθρεύονται, πολεμούν με όπλα, πεθαίνουν, ανασταίνονται και ευεργετούν ή τιμωρούν.

Ο Άδης < α -στερητικό + ιδείν, ήταν το βασίλειο του ομώνυμου ιδεατού ανθρωπόμορφου θεού. Ο Άδης ή Πλούτωνας, αδελφός του Δία και του Ποσειδώνα, ήταν ο θεός του σκοτεινού, θλιμμένου, μουχλιασμένου, σιωπηλού κάτω κόσμου των νεκρών και του θανάτου και το όπλο του ήταν ένα δίκρανο. Ονομαζόταν και Άιδης (=αόρατος εξαιτίας του μαγικού σκούφου που είχε πάρει από τους Κύκλωπες). Σύντροφός του ήταν η Περσεφόνη, χθόνια θεά των αγροτικών κοινωνιών, κόρη του Δία και της Δήμητρας, την οποία απήγαγε. Η Εκάτη ή Περσηίς, η τρίσωμη θεότητα της λευκής και μαύρης μαγείας κατέληξε και αυτή σύντροφος του Άδη. Υπηρέτριες του Άδη ήταν οι Κήρες και οι Ερινύες, μυθικά πτερωτά πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης που δρούσαν κυρίως στα πεδία των μαχών. Τις Πύλες του Άδη τις φρουρούσε ο Κέρβερος μυθικό τέρας με σώμα σκύλου με τρία κεφάλια και τρία δηλητηριώδη φίδια για ουρά. Κλειδοκράτορας του Άδη ήταν ο ευσεβής  και δίκαιος Αιακός, γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, πρώτος βασιλιάς της Αίγινας και κριτής στον κάτω κόσμο μαζί με τον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ.  Άλλες θεότητες που ζούσαν εκεί ήταν ο Ύπνος και ο Θάνατος. Εκεί δρούσε και ο πορθμέας, ο Χάρος, ο ψυχοπομπός βαρκάρης του ποταμού Αχέροντα της Ηπείρου, διότι οι νεκροί έπρεπε να περάσουν το υδάτινο στοιχείο για να φτάσουν στο κάτω κόσμο. Όσοι ζωντανοί προσεύχονταν στον Πλούτωνα θυσίαζαν μαύρα ζώα και κτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να εισακουστούν. Ο Μύθος αναφέρει επικοινωνία και καθόδους ζωντανών ηρώων στον Άδη όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο Πειρίθους μαζί με τον Θησέα, ο Διόνυσος, ο Οδυσσέας, ο Αινείας συνοδευόμενος από την Σίβυλλα, έκαστος για τους δικούς του λόγους.

Ο  Άδης της Μυθολογίας χωρίζονταν σε τομείς όπως ο Έρεβος (σύμβολο της σιωπής και του βαθύ σκότους, στο οποίο ευρίσκονταν οι Θρόνοι του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, οι Εκατόγχειρες, οι Ερινύες, ο Κέρβερος καθώς και η σπηλιά της Σκύλλας), η περιοχή των λειβαδιών με τους ασφόδελους (φυτό με τις ρίζες του οποίου κάποιοι νεκροί τρέφονταν), τα Ηλύσια πεδία (με δύο βασίλεια την Νήσο των Μακάρων και τα Λήθεια πεδία), και ο Τάρταρος. Υπήρχαν επίσης οι πηγές της Λήθης και της Μνημοσύνης και η περίφημη πηγή της Στύγας όπου ορκίζονταν οι Θεοί και ο Ήλιος. Όλοι οι  νεκροί κάτοικοι του κάτω κόσμου, πλούσιοι, φτωχοί, διάσημοι, άσημοι, αγαθοί και φαύλοι, ήταν ασώματοι, σαν σκιές, με το σωματικό τους περίγραμμα, και ζούσαν μια ενσυνείδητη μορφή ζωής, διατηρώντας στην μνήμη τους την προηγούμενη επίγεια ζωή τους αφού προηγουμένως έπιναν αίμα. Μετά την κρίση τους ή επιβραβεύονταν ή τιμωρούνταν. Αν και ασώματοι, οι τιμωρίες τους ανάλογα με τα αμαρτήματά τους, όπως πείνα, δίψα, καταναγκαστικά έργα, επίθεση από γύπες, τους έκαναν να βιώνουν σωματικά βάσανα.

Ο Ερμής ως αγγελιαφόρος των θεών μετέφερε ειδήσεις  και προσευχές από τον πάνω κόσμο στον κάτω και ως ψυχοπομπός (την θέση του ψυχοπομπού την πήρε αργότερα ο Χάρος) οδηγούσε τις «αθάνατες ψυχές» στον Άδη, και τις επανέφερε στον πάνω κόσμο για νέες ενσαρκώσεις.

Η είσοδος στον Κάτω Κόσμο ήταν απαγορευμένη για τους άταφους νεκρούς που τριγύριζαν έξω από τις πύλες του αγαλήνευτοι, παγιδευμένοι ανάμεσα στους δύο κόσμους.


Αρχαίες μαρτυρίες που διαφωνούν με τον μυθολογικό Άδη

Ο Διόδωρος Σικελιώτης (80-20π.Χ.) που στην εποχή του ακόμα λατρεύονταν οι Ολύμπιοι Θεοί χαρακτηρίζει την μυθολογία του Άδη, η οποία σημειωτέον διέφερε μεταξύ των μυθολόγων, πλαστή μεν αλλά ωφέλιμη.

«Διότι αν η περί τον Άδη μυθολογία, παρ’ όλο που το θέμα της είναι πλαστό, συμβάλει αποτελεσματικά στην ύπαρξη ευσέβειας και δικαιοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους, πόσο πιο ικανή πρέπει να λογαριάζεται η προφήτισσα της αλήθειας ιστορία;» (Διόδωρος Σικελιώτης Βίβλος 1, 2)

Σε κείμενο του Κικέρωνα σχετικά με την στωική αντίληψη του θείου αναφέρεται «Βλέπουμε ότι άλλες μάταιες και ψευδείς πεποιθήσεις έχουν ξεφτίσει με τον καιρό. Ποιος πιστεύει τώρα ότι υπήρξαν ποτέ Κένταυροι ή η Χίμαιρα; Υπάρχει καμία αγράμματη γριά που να εξακολουθεί να πιστεύει στα τέρατα του Κάτω κόσμου, τα οποία έτρεμαν κάποτε οι άνθρωποι; Ο χρόνος διαγράφει τις ψευδείς πεποιθήσεις, αλλά επιβεβαιώνει τις κρίσεις της φύσης.» (Philip Freeman «Κικέρων: Περί θεού» σελ. 23)

Ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος, γράφει, για την φιλοσοφία των Εσσαίων, που είχαν ασπασθεί την δυϊστική ανθρωπογνωσία του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής και την φυλάκιση της στη φυλακή του σώματος, καθώς και τον μυθολογικό Άδη «Θεωρούν, όπως πιστεύουν και οι γιοι των Ελλήνων (ομοδοξούντες παισίν Ελλήνων), ότι για τις αγαθές ψυχές υπάρχει ένα μέρος πέρα από τον ωκεανό, ένας τόπος όπου δεν υπάρχει βροχή ή χιόνι ούτε ζέστη, ο οποίος δροσίζεται από την ευγενική ανάσα του ζέφυρου, που έρχεται από την θάλασσα. Ενώ οι κακές ψυχές καταδικάζονται σε σκοτεινό και παγερό απομακρυσμένο τόπο, γεμάτο με ατελείωτες τιμωρίες. Οι Έλληνες, νομίζω, πιστεύουν κάτι ανάλογο για τους γενναίους, που τους λένε ήρωες και ημίθεους [...] σκοπός τους μ' αυτό είναι, πρώτον να διδάξουν την αθανασία της ψυχής και, δεύτερον, να προτρέπουν προς την αρετή και να αποτρέπουν την κακία» (Ιώσηπος Άπαντα, βιβλίο 2, 154-159)

 

Ο Άδης της Βίβλου

 

«Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει.»                                                                                       (Α΄ Σαμ. 2:6)

 Ο Άδης είναι ελληνική λέξη απόδοση της εβραϊκής Σιεόλ. Στο Μασοριτικό κείμενο αποδίδεται και ως «τάφος». Ο Άδης ήταν γη σκοτεινή και ζοφερή, γη αιώνιου ύπνου και σκότους (Ιερ. 51:39), όπου κανείς δεν μπορούσε να δει την ζωή των θνητών ούτε να επικοινωνεί με αυτούς.

«Πρὸ τοῦ με πορευθῆναι ὅθεν οὐκ ἀναστρέψω εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν

εἰς γῆν σκότους αἰωνίου οὗ οὐκ ἔστιν φέγγος οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν βροτῶν.» (Ιώβ 10:21-22, Ησ. 38:11)

 

Ήταν τόπος «στα κατώτερα μέρη της γης» (Εφ.4 9), και «ἐὰν κατορυγῶσιν (σκάψωσιν) εἰς ᾅδου ἐκεῖθεν ἡ χείρ μου ἀνασπάσει αὐτούς» (Αμώς 9:2). Ουδέν έργο εκτελούνταν εκεί, ούτε υπήρχε λογισμός, ή γνώση, ή σοφία (Εκκλ. 9:10),  ήτο δε κοινός προορισμός κάθε θνητού «οἶδα γὰρ ὅτι θάνατός με ἐκτρίψει (=θα μου καταστρέψει την ζωή) οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ» (Ιώβ 30:23, Ο΄).

 

Στον Άδη δεν υπήρχε ενθύμηση για τον Θεό ούτε και δοξολογία «Διότι εν τω θανάτω δεν υπάρχει ενθύμηση περί σού εν τω άδη τις θέλει σε δοξολογήσει;» (Ψαλμ. 6:5, Ησ. 38:18)

 

Ο Άδης ήταν τόπος λησμονημένος, ξεχασμένος από τον Θεό και από τους ανθρώπους «μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ;» (Ψαλμ. 88:12, 31:12, Ο΄)

 

Περιγραφές για τον Άδη όπως αυτή στον Ησαΐα (5:14) «καὶ ἐπλάτυνεν ὁ ᾅδης τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ διήνοιξεν τὸ στόμα αὐτοῦ …» είναι ανθρωπομορφισμοί που διαβάζουμε στην Γραφή και για τον Θεό, ο οποίος περιγράφεται ως έχων στόμα, χέρια, πόδια, καρδιά, οφθαλμούς κ.ά..

 

Ο Θεός ποτέ δεν υποσχέθηκε στους βροτούς (μη αθάνατους) ανθρώπους, των οποίων ο βιολογικός θάνατος είναι δεδομένος, αιώνια μεταθανάτια βάσανα, αλλά θάνατο αιώνιο, δηλαδή αποκοπή από την αθανασία και απώλεια.

 

«Ζω εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει ο ασεβής από της οδού αυτού και να ζη (αιώνια)». (Ιεζ. 33:11)

 

«Χαρμονή δε παρανόμων απώλεια.» (Ιώβ 20:5)

 

«οὐχ ὑμεῖς ἐστε τέκνα ἀπωλείας σπέρμα ἄνομον.» (Ησ. 57:4)

 

 

Ο Άδης της Π.Δ., της διακονίας του θανάτου, ήταν τόπος ανάπαυσης και ατάραχου ύπνου πάντων των νεκρών και όχι τόπος βασάνων.

 

«Διατί δεν απέθανα, ενώ ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου; Αλλά και διατί, όταν εβγήκα από την μητρικήν γαστέρα, δεν έπεσα αμέσως νεκρός, ώστε να χαθώ; […] Εάν αυτό εγίνετο, θα είχα ησυχάσει κοιμηθείς τον γλυκύν ύπνον του θανάτου. Θα είχα αναπαυθή από τα σημερινά δεινά παραδεδομένος εις ύπνον. Ετσι θα ανεπαυόμην με βασιλείς, κυβερνήτας και κριτάς των ανθρώπων της γης, οι οποίοι και υπερηφανεύοντο δια τα νικηφόρα ξίφη των.» (Ιώβ 3:11-14 Ερμηνευτική Απόδ. Κολιτσάρας)

 

«Συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν.» (Ιώβ 21:13)

 

«Εκεί οι ασεβείς παύουσιν από του να ταράττωσι, και εκεί αναπαύονται οι κεκοπιασμένοι», «Ο θάνατος είναι ανάπαυσις δια τον άνθρωπον». (Ιώβ 3:17, 23)

 

«Επίβλεψον εἰσάκουσόν μου κύριε ὁ θεός μου φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον.» (Ψαλμ. 12:4, Ο΄)

 

Και ο πατριάρχης του σαρκικού Ισραήλ Ιακώβ περίμενε να πάει στον Άδη, υπονοώντας ότι θα πέθαινε, και όχι ότι θα πήγαινε σε τόπο αιώνιων βασάνων

 

«Ότι καταβήσομαι πρὸς τὸν υἱόν μου πενθῶν εἰς ᾅδου καὶ ἔκλαυσεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.» (Γεν. 37:35)

 

Ο Ιώβ αποδομεί πλήρως την πεποίθηση των αιωνίων βασάνων, κάνοντας την ευχή να τον έκρυπτε ο Θεός στον Άδη, έως ότου παρέλθει η οργή Του και να λυτρωθεί από τα επίγεια βάσανά του.

 

«Είθε να με έκρυπτες εν τω τάφω (Άδη, Ο΄), να με εσκέπαζες εωσού παρέλθη η οργή σου, να προσδιώριζες εις εμέ προθεσμίαν, και τότε να με ενθυμηθής» (Ιώβ 14:13)

 

Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής το εδάφιο στον Ψαλμό (9:18, Ο΄), όπου σαφώς διδάσκει ότι πάντες οι αμαρτωλοί, για τους οποίους ο Θεός είχε αποστρέψει το πρόσωπό Του, κατέληγαν στον αιώνιο ύπνο του Άδη και όχι σε τόπο βασάνων, το οποίο όμως παραποιείται αυθαίρετα από τις ορθόδοξες ερμηνευτικές αποδόσεις. 

 

Κείμενο: «ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπιλανθανόμενα τοῦ θεοῦ»

 

Η παραποίηση σε αγκύλες

 

Ιωάννης Θ. Κολιτσάρας: «[Ας καταδικασθούν] και [ας ριφθούν εις τας οδύνας του άδου] οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία λησμονούν και καταφρονούν τον Θεόν».

 

Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας: «Εἴθε νὰ ριφθοῦν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν Ἅδην, [τοῦ ὁποίου εἶναι ἀποβράσματα, καὶ εἴθε νὰ ὑποστοῦν ἐκεῖ τὰς τρομερωτέρας τιμωρίας]· ἐκεῖ ἂς ἐγκλεισθοῦν ὅλοι οἰ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι, οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν τὸν Θεὸν καὶ δὲν συγκροτοῦνται ἀπὸ τὸν φόβον του».

 

σ.σ. Αυτές οι εσκεμμένες ερμηνευτικές παραποιήσεις βιβλικών κειμένων, ξεσκεπάζουν τον θρησκευτικό εκμεταλλευτικό σκοπό παραγωγής φόβου, που είναι απαραίτητο εργαλείο πολιτικής ή θρησκευτικής κυριαρχίας. Το κατασκευασμένο θρησκευτικό αντίδοτο του φόβου είναι η ελπίδα της σωτηρίας, με προ-υπόθεση την αναγκαία ένταξη «των φοβισμένων» σε ανθρωποσύστατες εκκλησίες, των οποίων τα καταστατικά, οι παραδόσεις και οι ψευδοπροφητείες συντείνουν εις τον πλήρη πνευματικό αφιονισμό των ενταγμένων.



Η Παλαιά Διαθήκη, η διακονία του θανάτου, έμελλε να καταργηθεί από τον Χριστό, την Ζωή, μαζί με τον Άδη και τον αιώνιο Θάνατο

 

Ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης καθιστούσε τους παραλήπτες υπόδικους (κατηγορούμενους) ενώπιον του Θεού (Ρωμ. 3:19). Δικαίως λοιπόν ο Παύλος εξηγεί ότι «ο Νόμος οργή κατεργάζεται» (Ρωμ. 4:15) και κάνει σαφή διάκριση μεταξύ της διακονίας του γράμματος, του θανάτου και της κατάκρισης που ήταν η Π.Δ. και έμελλε να καταργηθεί (Εβρ. 8:13), και της διακονίας της δικαιοσύνης και της ζωοποίησης που είναι η Κ.Δ. και μένει εις τον αιώνα «διότι το γαρ γράμμα σκοτώνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β΄ Κορ. 3:6).

 

Η διακονία του θανάτου ήταν «ουρανός», «σκέπασμα», πάνω σε όλους τους βροτούς (Ρωμ. 5:12) που τους κρατούσε μακριά από την Αθανασία την οποία έχει μόνο ο Θεός «ο μόνος έχων αθανασία». (Α΄ Τιμ. 6:6)

 

Για να γίνει η «συρραφή» του βροτού, δηλαδή η ένωση του με την αιώνια ζωή, τον Χριστό και από «βροτός» να γίνει «άβροτος» έπρεπε να φύγει ο Παλαιός «ουρανός» του θανάτου και να έρθει ο Χριστός, ο Νέος «ουρανός» της Ζωής, της Παλιγγενεσίας. Όσο υπήρχε «ο ουρανός» της Π.Δ. ο άνθρωπος ήταν νεκρός «ἄφες τοὺς νεκρούς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» (Ματθ. 8:22) και δεν μπορούσε να ζωοποιηθεί, ούτε να εγερθεί από τον αιώνιο ύπνο του θανάτου (Ιερ. 51:39), όταν ήλθε το σπέρμα της επαγγελίας, ο Χριστός, η Ζωή και η Ανάσταση «κατήργησε μεν τον θάνατον (τον αιώνιο), έφερε δε εις φως την ζωή (την αιώνιο) και την αφθαρσία διά του ευαγγελίου» (Β΄ Τιμ. 1:10).


Την ελπίδα, της ανάστασης των νεκρών στον Άδη, προέβλεψε και ο  Ιώβ «ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ ἀναστῇ ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς (=ἕως ὅτου ὑπάρχει ο οὐρανός του Νόμου) οὐ μὴ συρραφῇ καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν». (Ιώβ 14:11-12)

 

Την αυτή ελπίδα της ανάστασης φανερώνει και ο άγγελος του Κυρίου στον Δανιήλ όταν του μίλαγε για τις έσχατες ημέρες της βασιλείας του σαρκικού Ισραήλ «καὶ σὺ βάδισον ἀναπαύου ἔτι γάρ εἰσιν ἡμέραι καὶ ὧραι εἰς ἀναπλήρωσιν συντελείας καὶ ἀναπαύσῃ καὶ ἀναστήσῃ ἐπὶ τὴν δόξαν σου εἰς συντέλειαν ἡμερῶν». (Δαν. 12:13 και 10:14)

 

Ο Άδης ακολουθούσε τον Θάνατο (Αποκ. 6:8)

 

Ο Θάνατος είχε πύλες και ο Άδης θυρωρούς «Ανοίγονται δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ (θυρωροί) δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν (=τρόμαξαν, ζαρώθηκαν από φόβο)». (Ιώβ 38:17)

 

Ο Κύριος της δόξης ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στα κατώτερα μέρη της γης και σύντριψε τις πύλες του Θανάτου τις οποίες ταυτίζει και με πύλες του Άδου (Ματθ. 16:18)

 

«Άρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ» (Ψαλμ. 23:7, Ο΄)

 

Όταν ο Χριστός, η Ζωή και η Ανάσταση, φανερώθηκε, επήλθε το τέλος της βασιλείας και της διακονίας του θανάτου «το τέλος του Νόμου ο Χριστός». Η Ζωή νίκησε τον Θάνατο και το σκότος (Ιωάν. 1:5). Στο ιστορικό βιβλίο της Αποκάλυψης, όπου επικρατεί η αλληγορία και ο συμβολισμός, ο Ιησούς λέει «Μη φοβού· εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζων, και έγεινα νεκρός, και ιδού, είμαι ζων εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν, και έχω τα κλειδία του άδου και του θανάτου» (Αποκ. 1:17-18). Νικημένοι ο Θάνατος καὶ ο Άδης «ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς» στον αρχηγό της Ζωής Ιησού Χριστό για να τους κρίνει κατά τα έργα τους και είτε έλαβαν την αθανασία είτε την απώλεσαν. (Αποκ. 20:13)

 

Ο αιώνιος Θάνατος και ο Άδης δεν έχουν πλέον θέση στον ατελεύτητο Αιώνα της Βασιλείας της χάριτος και της Ζωής δια Ιησού Χριστού «καὶ ο Θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς». Ούτε χρειάζονται πλέον βιβλία ενθυμήσεως, ούτε καταγραφές ονομάτων και πράξεων, ούτε το Βιβλίο της ζωής, διότι η Ζωή, ο Χριστός, είναι πλέον μέσα στα παιδιά Του.

 

«Εαυτούς εξετάζετε αν ήσθε εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε. Η δεν γνωρίζετε εαυτούς ότι ο Ιησούς Χριστός είναι εν υμίν; εκτός εάν ήσθε αδόκιμοι κατά τι.» (Β΄ Κορ. 13:5)

 

«ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν, ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει.» (Α΄Ιωάν. 5:12)

 

 

Η διήγηση του Λουκά και τα λοιπά βιβλία της Καινής Διαθήκης

 

Πριν εξετάσουμε την ασυμβατότητα της παραβολής με την Παλαιά Διαθήκη, να πούμε ότι στην «Καθολική Εκκλησία» ο κανόνας των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης διαμορφώθηκε οριστικά μόλις τον 4ο μ.Χ. αιώνα στην σύνοδο της Καρθαγένης «Της Νέας Διαθήκης Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων τών Αποστόλων βίβλος μία, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρεις, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα Αποστόλου μία, Αποκαλύψεως Ιωάννου βίβλος μία» (Κανών κδ΄). Την ίδια περίοδο η Σύνοδος της Ρώμης υπό τον Πάπα Δαμασό Α', θέτει τον Κανόνα της Βίβλου, μία λίστα που περιλαμβάνει τα αποδεκτά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

 

Ο καθηγητής της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος  Σπ. Βούλγαρης, στο έργο του εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη τόμος Α΄και σελίδα 215-217 αναφέρει ότι «δια την συγγραφή του Ευαγγελίου ο Λουκάς χρησιμοποίησε το κατά Μάρκον ευαγγέλιον, διαφόρους πηγάς Λογίων (Q) και αποκλειστικώς ιδικόν του υλικόν […] το εκ των Q προερχόμενον υλικόν αποτελεί το 20% περίπου του κατά Λουκάν Ευαγγελίου»

 

Q (η πηγή των Λογίων)

 

«Η Πηγή των Λογίων ή Τα Λόγια του Ιησού, είναι το κείμενο εκείνο το οποίο, σύμφωνα με τα πορίσματα της νεότερης επιστήμης χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς των συνοπτικών ευαγγελίων Ματθαίος και Λουκάς για να παρουσιάσουν τη διδασκαλία του Ιησού. Στον επιστημονικό κόσμο η Πηγή των Λογίων έχει καθιερωθεί διεθνώς να προσδιορίζεται με το σύμβολο Q, με το αρχικό γράμμα της γερμανικής λέξης Quelle=Πηγή.» (Βικιπαίδεια)

Ο Παπίας, στο υπόμνημά του με θέμα τα Λόγια του Ιησού γράφει τα εξής:

«Ματθαίος μεν ουν τη εβραΐδι διαλέκτω τα Λόγια συνεγράψατο ηρμήνευσε δ’ αυτά ως έκαστος ην δυνατός.» (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Γ΄39, 16)

Τα ίχνη του σημαντικότατου αυτού κειμένου του αρχέγονου χριστιανισμού, μετά τη χρησιμοποίηση του από τους ευαγγελιστές, χάθηκαν στο χρόνο.

 

Προσθαφαιρέσεις και παραποιήσεις των επιστολών ήταν γνωστές ήδη από την αποστολική και μεταποστολική εποχή.

 

Ο Ωριγένης (185-253/4) μαρτυρεῖ: «Νυνὶ πολλὴ γέγονεν ἡ τῶν ἀντιγράφων διαφθορά, εἴτε ἀπὸ ῥαθυμίας τινῶν γραφέων εἴτε ἀπὸ τόλμης τινῶν μοχθηρᾶς τῆς διορθώσεως τῶν γραφομένων εἴτε καὶ ἀπὸ τῶν τὰ ἑαυτοῖς δοκοῦντα ἐν τῇ

διορθώσει προστιθέντων ἢ ἀφαιρούντων.» (ΡΟ 13 12934) 

 

Επίσης ο ιστορικός Ηγήσιππος (110-180 μ.Χ.) στο έργο του «Υπομνήματα» ΙΙΙ, ΒΕΠΕΣ (=Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων), εξαιτίας της σύγχυσης που δημιουργούσαν οι αιρέσεις και ιδιαιτέρως ο Γνωστικισμός,  αναφέρει ότι «υπήρχόν τινες͵ παραφθείρειν επιχειρούντων τον υγιή κανόνα του σωτηρίου κηρύγματος».

 

Και ο Ειρηναίος (2ος – 3ος αιώνας) στο έργο του «κατά αιρέσεων» αναφέρει ότι ομάδες Γνωστικών είχαν πλάσει και χρησιμοποιούσαν «ἀμύθητον πλῆθος ἀποκρύφων καὶ νόθων γραφῶν». (1, 20, 1)


Επίσης, ο Εθνικός Κέλσος, κριτικός του Χριστιανισμού αναφέρει “Και γνωρίζω ότι κάποιοι από τους πιστούς σας, σαν να συνέρχονται από μεθύσι, καταπιάνονται με την παραχάραξη του αρχικού ευαγγελίου και το τροποποιούν και τρεις και τέσσερις και πολλές φορές, για να μπορούν να αντιπαρέρχονται την κριτική”. (Κέλσος, Αληθής Λόγος, 176)

 

Ο απόστολος Παύλος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου της παραχάραξης της αλήθειας σημειώνοντας «να μη σαλευθήτε ταχέως από του φρονήματός σας, μηδέ να θορυβήσθε, μήτε διά πνεύματος μήτε διά λόγου μήτε δι' επιστολής ως γραφομένης υφ' ημών, ότι τάχα πλησίασεν ημέρα του Χριστού» (Β΄Θεσ.2:2). Προτρέπει δε τον Τιμόθεο να αποφεύγει «τας βεβήλους ματαιολογίας και τας αντιλογίας της ψευδωνύμου γνώσεως» (Α΄ Τιμ. 6:20)

 

Η παραβολή του ανώνυμου Πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου (Λουκάς 16:19-31)

 

Η κυριολεκτική ερμηνεία της παραβολής έχει προβληματίσει πολλούς μελετητές της Γραφής και έχουν διατυπωθεί ανά καιρούς ποικίλες ερμηνείες, που βλέπουμε εδώ «Λάζαρος ο φτωχός».

 

Σε όλο το δέκατο έκτο (16ο) κεφάλαιο της διήγησης του Λουκά, ο Ιησούς κατακρίνει την φιλαργυρία των Εβραίων πλουσίων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους άλλους αθετώντας την Διαθήκη του Θεού τους. Το όνομα Λάζαρος σημαίνει «ο Θεός είναι η σωτηρία μου» (Μαν. Τριανταφυλλίδης) ή «ο Θεός έχει βοηθήσει» (Μπαμπινιώτης). Η ανωνυμία του Πλούσιου αποδυναμώνει την εκδοχή της ιστορίας, επιβεβαιώνεται όμως ο Λόγος του Κυρίου που είπε για τους ασεβείς «ουδ’ ού μη μνησθώ των ονομάτων αυτών διά χειλέων μου» (Ψαλμ. 15:4) και για τους δικαίους  «χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. 10:20).

 

Λουκάς 16:19

Ο Πλούσιος Εβραίος «ενεδύετο πορφύραν καὶ βύσσον».

Γενικά η χρήση της πορφύρας, που ήταν εξωτερικό ένδυμα βαμμένο κόκκινο με πορφύρα, και της βύσσου που ήταν είδος μεταξιού, ήταν ένδειξη πλούτου και εξουσίας. Τα ίδια υλικά όμως χρησιμοποιούνταν και για τις ιερατικές στολές (Έξ. 28:3-5). Η «μαρτυρία» του Πλούσιου ότι είχε «πέντε αδέλφια» αφήνει υπόνοιες, για κάποιες ερμηνείες, ότι ο Πλούσιος είναι ο Άννας, ο οποίος ήταν αρχιερέας μαζί με τον γαμπρό του Καϊάφα (Λουκ. 3:2) και για τον οποίον ο Ιώσηπος αναφέρει:

«Λέγεται ότι ο μεγάλος Άνανος (Άννας) ήταν ιδιαίτερα τυχερός. Είχε πέντε γιους (Ελεάζαρ, Ιωνάθαν, Θεόφιλος, Ματθίας, Άννας ο νεότερος) από τους οποίους όλοι, αφού ο ίδιος είχε αναλάβει το αξίωμα για μεγάλη περίοδο, έγιναν αρχιερείς του Θεού, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί σε κανέναν άλλον από τους αρχιερείς μας» (Ιουδ. Αρχ. Βιβλ. 20, κεφ. 9 στ. 1).

Ο Άννας και οι γιοι του ήταν πάμπλουτοι διότι είχαν την διαχείριση των εσόδων του Ναού και είχαν μετατρέψει τον Ναό σε «σπήλαιο ληστών» (Ματ. 21:13) 

Όμως συνομιλίες στον Άδη όπου «δεν υπάρχει πράξις, ούτε λογισμός, ούτε γνώσις, ούτε σοφία» δεν μπορούν να υπάρξουν «οἱ νεκροὶ οὔκ εἰσιν γινώσκοντες οὐδέν» (Εκκλ. 9:5-10). Επίσης το «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς …» αποκλείει το γεγονός ότι ο Αβραάμ ήταν στον ουρανό (παράδεισο) πριν την ανάσταση του «λέγοντος» την παραβολή Ιησού. Ούτε υπήρχε στον βιβλικό Άδη ξεχωριστός τόπος για δικαίους, οπότε η εικασία ότι ο Πλούσιος είναι ο αρχιερέας Άννας είναι αστήρικτη.

σ.σ. Η καθολική θεολογία, επηρεασμένη από την Μυθολογία, περιγράφει τον Άδη χωρισμένο σε τρία μέρη: α) σε κόλαση των καταραμένων, β) σε Λίμπο (=προαύλιο της κολάσεως) των αβάπτιστων νεκρών βρεφών, διότι δεν τους αξίζει τιμωρία αλλά ούτε και σωτηρία, και γ) σε Λίμπο των πατριαρχών όπως ο Αβραάμ, ο Δαυίδ, ο Νώε κ.ά., οι οποίοι πέθαναν και περίμεναν την έλευση του Χριστού για να μπούνε στον Παράδεισο. Πηγή

Επίσης στο ψευδεπίγραφο βιβλίο του Ενώχ αναφέρονται χωριστά μέρη μετά θάνατο για τους δίκαιους και αιώνια βάσανα για τους ασεβείς (Α΄ Ενώχ 22:1-44, 27:1-4).


Λουκάς 16:22-26

«Απέθανε δε ο πτωχός και εφέρθη υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, ενώ ήτο εν βασάνοις, βλέπει τον Αβραάμ από μακρόθεν και τον Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνάξας είπε· Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον τον Λάζαρον, διά να βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού εις ύδωρ και να καταδροσίση την γλώσσαν μου, διότι βασανίζομαι εν τη φλογί ταύτη· είπε δε ο Αβραάμ· Τέκνον, ενθυμήθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά· τώρα ούτος μεν παρηγορείται, συ δε βασανίζεσαι και εκτός τούτων πάντων, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα είναι εστηριγμένον, ώστε οι θέλοντες να διαβώσιν εντεύθεν προς εσάς να μη δύνανται, μηδέ οι εκείθεν να διαπερώσι προς υμάς.»

 

Η περικοπή προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό διότι παρουσιάζει την «κρίση» των νεκρών πριν αυτή γίνει, χαρακτηρίζοντας τον «λαλούντα Ιησού» ως αποκλίνοντα από τις Γραφές, κατά με τις οποίες, έπρεπε και οι δύο να αναπαυθούν στον Άδη και την ημέρα της ανάστασης των νεκρών να κριθούν κατά τα έργα τους. Ακόμη το ότι ο Πλούσιος, ως θνητός μεν αλλά αθάνατος δε (κατά τον Πλάτωνα) έχει πλήρη συνείδηση στον Άδη, βιώνει βάσανα, έχει οφθαλμούς που μπορεί να δει, μέσα στο ζοφερό σκότος, τον Αβραάμ και τον Λάζαρο και φωνή δυνατή «φωνήσας» που την ακούει ο Αβραάμ, παρά το μεταξύ τους «μέγα χάσμα», και ζητά να πάει κοντά του ο Λάζαρος για να βάψη το άκρο του δακτύλου του με παγωμένο νερό που υπήρχε μέσα στις φλόγες και να «καταψύξη» την «γλώσσα» του, μοιάζει με ταινία επιστημονικής φαντασίας (science fiction), με σενάριο την ζωή στον μυθικό Άδη.

 

Επίσης έντονα προβληματίζει το ότι ο Αβραάμ λέει στον Πλούσιο «ενθυμήθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά· τώρα ούτος μεν παρηγορείται, συ δε βασανίζεσαι». Είναι αδύνατον ο Αβραάμ να μην γνώριζε ότι «οι νεκροί δεν γνωρίζουσιν ουδέν» «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ (του θανάτου) ἀπολοῦνται πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν» και ότι οι ασεβείς «συνετέλεσαν ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν». (Εκκλ. 9:5, Ψαλμ. 146:4, Ιώβ 21:13) 

 

Η παραβολή μιλάει κυριολεκτικά ή αλληγορικά;

 

Εάν δεχτούμε την εν λόγω παραβολή στην διήγηση του Λουκά ως λόγο Κυρίου, και όχι ως εμβόλιμη προσθήκη, τότε αυτή γίνεται κατανοητή και έρχεται σε αρμονία με την Βίβλο, μόνο με την συνολική κατανόηση των λόγων του Ιησού και των Αποστόλων και με βάση «ότι το γράμμα θανατώνει  το δε πνεύμα ζωοποιεί». Ο ασεβής Πλούσιος, ζώντας κάτω από τον Νόμο του γράμματος που θανατώνει και όχι κάτω από το πνεύμα της χάριτος που ζωοποιεί, ήταν ήδη νεκρός «ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ, ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν ἐγὼ δὲ ἀπέθανον καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον». (Ρωμ. 7:9-10)

 

Οι δε συνομιλίες του, τα όσα έβλεπε και τα βάσανα που βίωνε, δεν αφορούσαν την μεταθανάτια ζωή του αλλά τον χρόνο της βιολογικής του ζωής όπου σύμφωνα με τις Γραφές ούτε ανάπαυση είχε ούτε χαρά.

 

«οἱ δὲ ἄδικοι οὕτως κλυδωνισθήσονται (θα παραδέρνουν) καὶ ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν εἶπεν κύριος ὁ θεός». (Ησ. 57:20-21)

 

Ομοίως και αλλού «Μνήσθητι οὖν τίς καθαρὸς ὢν ἀπώλετο ἢ πότε ἀληθινοὶ ὁλόρριζοι (με την ρίζα) ἀπώλοντο καθ' ὃν τρόπον εἶδον τοὺς ἀροτριῶντας (οργώνοντας) τὰ ἄτοπα οἱ δὲ σπείροντες αὐτὰ ὀδύνας θεριοῦσιν ἑαυτοῖς» (Ιώβ 4:7-8)

 

«Είναι δε αμαρτία, ομοιάζει με ειδωλολατρικήν θυσίαν και φέρει οδύνην και πόνον η προσφορά θυσιών χωρίς υπακοήν στο θείον θέλημα.» (Α΄ Σαμ. 15:23, Κολιτσάρας)

«Διότι ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία, την οποίαν τινές ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς.» (Α΄Τιμ. 6:10)

 

Ο δε «Πτωχός», ζώντας, εγκολπώθηκε το μήνυμα της χάρης και της αγάπης των αγγελιοφόρων (αγγέλων) του Χριστού, πέθανε ως προς τον Νόμο του θανάτου που ήταν η Π.Δ., για να ενωθεί με την ζωή, τον Χριστό «ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσεν σε ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου» (Ρωμ. 8:2). Συνετάφει λοιπόν με τον Χριστό «δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον» (Ρωμ. 6:4), και έτσι φέρθηκε «στον κόλπο του Αβραάμ» στον οποίον είχε δοθεί η επαγγελία της αιωνίου ζωής, γενόμενος τέκνο του. (Ρωμ. 4:16-17)

«Τώρα ούτος μεν παρηγορείται», ο «Πτωχός» της παραβολής, περιπατεί τώρα «εις Νέαν ζωήν» (Ρωμ. 6:4) διατηρώντας την ελπίδα της αιωνίου ζωής «δια της παρηγορίας των Γραφών» (Ρωμ. 15:4)

 

Συμπέρασμα

Η μελέτη των βιβλικών θεμάτων αποσκοπεί στην κατανόηση των λόγων του Ιησού και συμβάλλει στην βεβαίωση της αξιοπιστίας των Γραφών. Παρακινεί δε τους αγαπώντας την αλήθεια σε έρευνα.

Η κατανόηση της παραβολής, γίνεται κατανοητή μέσα στο συνολικό πλαίσιο της βιβλικής διήγησης. 

Η κυριολεκτική ερμηνεία της παραβολής του Πλούσιου και του Πτωχού Λάζαρου παραπέμπει στην μυθολογία και στην ανορθόδοξη «πατερική» δογματική, ανατρέπει την αποστολική διδαχή, αρνείται το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού για τους «θνητούς» και την «δωρεά» της αθανασίας.  


Αναφορές στο ιστορικό βιβλίο της Αποκάλυψης όπως «ο καπνός του βασανισμού αυτών (14:11)» (καπνός=μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια άνθρακα, με χαρακτηριστική οσμή, που εκπέμπει ένα υλικό σώμα όταν καίγεται), «λίμνη του πυρός και θείου (20:10)», «οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς (14:11)» (ο ήλιος εξουσιάζει επί της ημέρας και το φεγγάρι επί της νύκτας), αναφέρονται σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα (στον ουρανό δεν υπάρχει νύκτα), και πρέπει να εκλαμβάνονται ως επίγειες τιμωρίες απορρέουσες από τον Νόμο της Π.Δ. για τους παραβάτες του Νόμου (Λευ. 26:14-43) και όχι ως μεταθανάτιες καταστάσεις.


Ουδεμία μορφή ζωής υπάρχει μετά θάνατο παρά μόνο αυτή που δωρίζει ο Θεός «ο μόνος έχων αθανασία» (Α΄ Τιμ. 6:16).

 

Χριστός η ζωή ημών

 

  << Επιστροφή στην Αρχική σελίδα