Κύριος ο Θεός ημών Κύριος Εις έστιν
Κύριος ο Θεός ημών Κύριος Εις έστιν
Συγγραφή: Ευάγγελος Δημ. Κεπενές (25/11/2016)
Βιβλικές παραπομπές από: Βάμβας, WH, LXXA
«Άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις έστιν» (Δευτ. 6:4)
Η έννοια του «Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις έστιν», είναι αντίθετη με την έννοια του δυάς ή δυαδικός έστιν, τριάς ή τριαδικός έστιν, και λοιπά.
Εις, επίθετο αρσενικού γένους, αριθμητικό απόλυτο. Αρχική – ριζική: ένας.
Δυάς, αριθμητικό ουσιαστικό, θηλυκού γένους. Αρχική - ριζική: δύο (= σύνολο δύο ομοίων μονάδων).
Δυαδικός, επίθετο αρσενικού γένους. Αρχική - ριζική: δύο (= σύνολο δύο ομοίων μονάδων).
Τριάς, αριθμητικό ουσιαστικό θηλυκού γένους. Αρχική - ριζική: τρεις (= σύνολο τριών ομοίων μονάδων).
Τριαδικός, επίθετο αρσενικού γένους που αναφέρεται στην τριάδα. Αρχική - ριζική: τρεις (= σύνολο τριών ομοίων μονάδων).
Για να καταλάβουμε την σημασία του «Κύριος ο Θεός ημών Κύριος Εις έστιν» που το πνεύμα του Θεού «Πνεύμα ο Θεός» είπε στον λαό Ισραήλ μέσω του Μωυσή, πρέπει να γνωρίζουμε τις λατρευτικές συνήθειες και δοξασίες, εκείνης της εποχής, που οι άνθρωποι επινόησαν για να εξηγήσουν κυρίως τις δυνάμεις της φύσης.
Η άσκηση της λατρείας στους επινοημένους θεούς εκτελούνταν πάντοτε από τα ιερατεία τα οποία και ενίσχυαν την εκάστοτε εξουσία. Οι θεοκρατικές εξουσίες λειτουργούσαν πάντοτε ως χειραγωγός και ως μέσον υποταγής των λαών και οι αυτοκράτορες μονάρχες, αποτελούσαν τον σύνδεσμο μεταξύ ουρανού και γης με αποτέλεσμα την αποθέωση τους, αφού θεωρούντο υιοί θεών. Σε αυτό συνέβαλε η αμάθεια και ο φόβος των λαών προς το άγνωστο και μυστικό το οποίο καλλιεργούσαν συστηματικά τα ιερατεία.
Η αίγλη η ισχύς και η οικονομική ευρωστία μιας αυτοκρατορίας θεωρείτο ως το αποτέλεσμα της λατρείας του λαού στους θεούς προστάτες της, τους οποίους οι εξουσίες μπορούσαν να αναβαθμίσουν, να τροποποιήσουν και να συγχωνεύσουν με άλλους (θεοκρασία) εάν ήταν συμφέρον.
Τα παρακάτω αποσπάσματα μας δίνουν μια εικόνα του τι επικρατούσε στους αρχαίους λαούς. (Τα έντονα γράμματα δικά μας).
Μεσοποταμιακή μυθολογία
«Μυθολογία της Μεσοποταμίας ονομάζεται η μυθολογία των λαών - Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, -που έζησαν στην κοιλάδα της Μεσοποταμίας. Φαίνεται ότι η πρώτη φάση της θρησκείας της Μεσοποταμίας ήταν φυσιοκρατική - η λατρεία δηλαδή των δυνάμεων της ζωής. Ο άνθρωπος μετέφρασε αυτές τις δυνάμεις της ζωής με τη μορφή πνευμάτων των της ευφορίας και της γονιμότητας που εκπροσωπείται από ένα ζευγάρι, όπως και η ζωή των ανθρώπων. Δημιούργησε επίσης θεούς - πνεύματα για όλα τα πράγματα τα απαραίτητα για τη ζωή των ανθρώπων όπως πνεύματα των δημητριακών, του δάσους, των αμπελιών, των πηγών κ.α.. Οι θνητοί θεοί τους πέθαιναν και ξαναγεννιούνταν όπως και οι εποχές την παραγωγική δύναμη των οποίων εκπροσωπούσαν.
Η μεσοποταμιακή θρησκεία δεν έχει μία και μοναδική προέλευση αλλά ανταποκρίνεται στη ίδια τη σύσταση της χώρας. Οι πιο αρχαίες χώρες της Σουμέρ ( κοιλάδα Σεναάρ), που είχαν την αυτονομία τους την εποχή της συγκρότησης τους, προσάρτησαν η μια μετά την άλλη τις γειτονικές πολιτείες που η κάθε μια είχε τον τοπικό της κλήρο που είχε ήδη διαμορφώσει μια παράδοση. Το ιερατείο κάθε πόλης είχε θεσπίσει τη δική του θεωρία για τη γενεαλογία των θεών του όπως και διαφορετικό θεό προστάτη από των άλλων πόλεων. Καθώς σιγά - σιγά οι πολιτείες ενοποιούνταν σε όλο και μεγαλύτερους οικισμούς το πάνθεο της μιας βρέθηκε κοντά με το πάνθεο της άλλης.
Οι θεοί του Σουμέρ έπειτα ήρθαν σε επαφή με τους θεούς της σημιτικής εισβολής - Ακκάδες - και ανακατεύτηκαν. Έτσι διπλασιάστηκε και ο κατάλογος των θεών. Υπήρχαν διπλές ονομασίες και μπερδεμένες γενεαλογίες που ωστόσο αντιπροσώπευαν την αναταραχή που υπήρξε και στη ζωή των δύο λαών. Καθώς περνούσαν τα χρόνια θα πρέπει να γίνονταν διακριτικές επεξεργασίες αλλά η μεγάλη μεταρρύθμιση ήρθε στα χρόνια της πρώτης δυναστείας της Βαβυλώνας. Το ιερατείο και η ηγεσία αποφάσισε να ενώσει και επίσημα τις δυο αντιλήψεις προτάσσοντας τον Μαρδούκ (έναν ασήμαντο μέχρι τότε Θεό) σαν το νέο επίσημο, μεγάλο θεό του κράτους και της Βαβυλώνας. Με μεγάλη μαεστρία ο κλήρος δεν μείωσε ούτε τον αριθμό ούτε την αξία των προγενέστερων θεών απλά διάλεξε έναν και τον ανέβασε πάνω από τους άλλους χωρίς όμως να καταργήσει τους παλιούς. Τότε γράφτηκε και το ποίημα της Δημιουργίας που "εξηγεί" την υπεροχή του Μαρδούκ και γενικά προτείνει μια άλλη γενεαλογία και μυθολογία, τη νέα και κοινή λίγο πολύ για όλους».
Άνου
«Στη σουμεριακή μυθολογία, κι αργότερα στους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, ο Άνου ή Αν ήταν θεός του ουρανού και των αστερισμών, άρχοντας των θεών, των πνευμάτων και των δαιμόνων. Ο Άνου θεωρείτο ότι είχε την εξουσία να δικάσει όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα. Ήταν πατέρας των Ανουνάκι. Στην τέχνη απεικονίζεται συνήθως ως τσακάλι. Βασικό σύμβολο του Άνου είναι το στέμμα με κέρατα.
Ο Άνου ήταν ο γηραιότερος θεός στο πάνθεον της σουμεριακής μυθολογίας, ενώ αποτελούσε Τριάδα μαζί με τον Ενλίλ, θεό του ουρανού, και τον Ένκι, θεό των υδάτων. Ο Άνου συσχετίζεται συχνά με την πόλη Ουρούκ, την αντίστοιχη βιβλική Ερέχ και κατά συνέπεια, πιστεύεται ότι αποτελούσε το αρχικό κέντρο λατρείας του. Η θεότητα Ινάννα - Ιστάρ, που επίσης λατρευόταν στην Ουρούκ, πολλές φορές θεωρούνταν σύντροφός του γι' αυτό το λόγο».
Ελληνικές τριαδικές θεότητες
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε την τρισυπόστατη θεά Εκάτη που αναφέρεται από την ελληνική μυθολογία ως βασίλισσα του ουρανού, της γης και της θάλασσας, προστάτης της δικαιοσύνης, του στρατού, των κυνηγών, των ψαράδων, των κοπαδιών με τη συνέργεια του εραστή της Ερμή, και των νεογέννητων, εξ ου και η προσωνυμία της Κουροτρόφος. Στα αρχαία αγάλματα απεικονιζόταν με τρία πρόσωπα και στα αγγεία κρατώντας δύο πυρσούς, προς τιμή της εόρταζαν τα Εκάτεια σε τρίστρατα εκτός πόλεων.
Άλλες αντιλήψεις εκτός των ανωτέρω ήταν ότι οι αδελφοί θεοί Δίας η Ζευς, Πλούτων και Ποσειδώνας που είχαν διανείμει τις βασιλείες, ο μεν Δίας ήταν θεός του ουρανού, ο Πλούτων του κάτω κόσμου και ο Ποσειδώνας των Υδάτων. [Ιουστίνου λόγος παραινετικός προς Έλληνες (730)]
Από τα παραπάνω προκύπτουν τα εξής:
α) Ο πολυθεϊσμός προέκυψε από την ανάγκη να ερμηνεύσουν οι άνθρωποι τα φυσικά φαινόμενα, τον έρωτα, τη σοφία, τις τέχνες, το κάλλος κ.α., επινοώντας θεούς διαφόρων ειδικοτήτων και αρμοδιοτήτων, δότες αγαθών ή κακών, που δήθεν προστάτευαν αυτούς, τις πόλεις τους, τις οικογένειες τους, τα κοπάδια τους, τα καράβια τους, το στρατό τους, τα επαγγέλματά τους κ.λ.π.. (Βλ. σήμερα)
β) Τα ιερατεία εξασκούσαν πάντοτε εξουσία στην εξουσία αφού οι αυτοκράτορες μονάρχες, στήριζαν την διαιώνιση του οίκου τους, από τις ευλογίες και τους χρησμούς - οιωνούς των ψευδοπροφητών των.
γ) Οι εξουσίες χωρίς την στήριξη του ιερατείου που προπαγάνδιζαν την ένωσή των εξουσιών με «ουράνιες δυνάμεις» δεν μπορούσαν να γίνουν σεβαστές από τον λαό. (Βλ. σήμερα)
δ) Οι θεοί συμμορφώνονταν πάντοτε με τις σύγχρονες ανάγκες και τις πολιτικές της εξουσίας. (Βλ. σήμερα)
ε) Οι επινοήσεις τριαδικών θεών ήταν καθαρά γέννημα του πολυθεϊσμού, υπονοώντας συγκυβερνήσεις ιεραρχικά δομημένες τριών ομοίων μονάδων (τριών θεών), κατά τον τρόπο πού συγκυβερνούσαν άνθρωποι βασιλείς.
ζ) Βιβλικές πόλεις όπως Ερέχ (Ουρούκ), Νινευή, Βαβυλών και άλλες, ήταν κέντρα λατρείας τριαδικών φανταστικών θεών. Η τριάδα της Βαβέλ ήταν ο Νεβρώδ ο Θαμμούζ και η Σεμίραμις.
Ο δίσκος του ήλιου και ο φάσεις του
Ο φυσικός ήλιος και οι τρείς φάσεις του, ανατολή, μεσουράνημα και δύση ήταν αφορμή για τριαδικές θεότητες όπως μας πληροφορεί η New International Encyclopedia.
«Η τριάδα έγινε ο πιο διαδεδομένος στον κόσμο αριθμός της θεότητας ... Η λατρεία του ηλίου είναι μια από τις αρχαιότερες μορφές θρησκείας και ο αρχαίος άνθρωπος κάποιες φορές διέκρινε μεταξύ του ανατέλλοντος, του μεσουρανούντος και του δύοντος ήλιου. Οι Αιγύπτιοι για παράδειγμα διαχώριζαν τον ήλιακό θεό σε τρεις θεότητες: Τον Ώρο - ο ανατέλλων ήλιος, τον Ρα - ο μεσουρανών ήλιος και τον Όσιρι - ο δύων ήλιος». (Αιγυπτιακές θεότητες)
«Η φύση της ουράνιας περιφοράς του ήλιου θεωρείτο από τους αρχαίους σοφούς ως τριπλή. Σύμφωνα με τους μυημένους της αρχαιότητας, υπάρχουν τρεις ήλιοι σε κάθε ηλιακό σύστημα που αναλογούν στα τρία κέντρα ζωής, δηλαδή σε νου, ψυχή και σώμα. Τους ονόμαζαν τριπλό φως ή τριπλό λόγο. Πνευματικό ήλιο, Ψυχικό ήλιο και Φυσικό ήλιο. Στην ιεραρχική δομή του αυτοκράτορα Ιουλιανού προηγείται ο υπέρτατος ήλιος που ταυτίζεται με την Ιδέα του Σύμπαντος, το νοητό σύμπαν στο οποίο υπάγονται οι ανώτερες αρχές και τα γενεσιουργά αίτια εκδήλωσης ολόκληρης της δημιουργίας. Κατόπιν ακολουθεί ο νοερός ήλιος, η γόνιμη πηγή του νοερού φωτός, ενώ ο φυσικός ήλιος αποτελεί την ορατή αντανάκλαση του αιώνιου κόσμου των Ιδεών. Έχουμε δηλαδή την Τρισήλιο θεότητα ή, κατά το αρχαιοελληνικό σύστημα, τον Υπερίωνα-Δία, τον Απόλλωνα-Φοίβο και τον Διόνυσο (τριάδα) – τους επικεφαλής των τριών κόσμων του Ιάμβλιχου». (https://www.theosophicalsociety.gr/index.php/2013-08-31-19-19-05)
Οι αρχαίοι μυσταγωγοί τιμούσαν την ώρα της ανατολής με ανάταση των χεριών τους, οι δε πυθαγόρειοι με ύμνους και ευχές. Ο δίσκος δε του ήλιου, σύμβολο του ηλιακού θεού, αναπαρίσταται σε αρχαίες απεικονίσεις θεοτήτων.
'Αλλωστε οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι οι πρωταρχικές ιδέες είναι οι αριθμοί. Οι μονοί αριθμοί ήταν αρσενικές θείες οντότητες και οι ζυγοί αριθμοί θηλυκές, το δε γινόμενο 2×3= 6 ήταν (αρσενικό-θηλυκό) που συμβόλιζε τον γάμο. Πίστευαν ότι τα πάντα ορίζονται από τον ιερότατο αριθμό τρία (3) «Το παν και τα πάντα τοις τρισίν ώρισται» (Γέννηση - Ζωή - Θάνατος, Παρελθόν – Παρόν - Μέλλον, Μήκος – Πλάτος - Ύψος). Δίδαξαν δε την απόκρυφη Διάλυση της Μονάδας σε τριάδα ή τριάδες, εισάγοντας έτσι την θεωρία των τριαδικών Μονάδων.
Άλλη τριαδική, αστρική θεότητα της ανατολής, ήταν η Σελήνη, ο Ήλιος και ο Εωσφόρος [= Έως (αυγή)+φέρω, ο φέρων την αυγή, ο Αυγερινός, η Αφροδίτη ως άστρο της αυγής].
Ο λόγος λοιπόν του Κυρίου Θεού στον Ισραήλ «άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών Κύριος εις έστιν» έγινε για να ανατρέψει αυτή την νοοτροπία των πολυθεϊστών, που είχαν και οι Ισραηλίτες καταγόμενοι από την Χαλδαία, οι οποίοι ακόμα και στην περίοδο της διακονίας του Ιεζεκιήλ προσκυνούσαν τον ήλιο. (Βλέπε. Ιεζ. 8:15)
Και ο Ιωσίας βασιλιάς του Ιούδα «αφήρεσε τους ίππους, τους οποίους οι βασιλείς του Ιούδα έστησαν εις τον ήλιον, κατά την είσοδον του οίκου του Κυρίου, πλησίον του οικήματος του Νάθαν-μελέχ του ευνούχου, το οποίον ήτο εν Φαρουρείμ, και κατέκαυσεν εν πυρί τας αμάξας του ηλίου». (Β΄ Βασ. 23:11)
Ακούστε Ισραηλίτες ο δικός σας Κύριος Θεός (σε αντίθεση με τους άλλους λαούς) είναι εις Κύριος (όχι τριάς -τριαδικός, ή δυαδικός).
Αξίζει να προσέξουμε την προσευχή του βασιλιά του Ιούδα Εζεκία όταν προσεύχεται για να ελευθερωθούν από τους Ασσύριους.
«Και νυν Κύριε ο Θεός ημών σώσον ημάς εκ χειρός αυτού και γνώσονται πάσαι αι βασιλείαι της γης ότι συ Κύριος ο Θεός μόνος (Δεν είσαι μαζί με άλλους - δηλαδή δεν είσαι δυαδικός ή τριαδικός)». (Δ΄ Βασ. 19:19)
Συμφωνία με την Καινή Διαθήκη
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απαντώντας σε ερώτηση ενός εκ των γραμματέων επιβεβαιώνει:
«Άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών εις Κύριος έστιν (όχι τριάς - τριαδικός, ή δυαδικός)». (Μάρκ. 12:29)
Και ο γραμματεύς απαντώντας συμμαρτυρεί: «Καλώς Διδάσκαλε επ’ αληθείας είπες ότι εις έστιν και ουκ έστιν άλλος πλην αυτού». (Μάρκ. 12:32)
Και αλλού είπε: «Και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης, εις γαρ έστιν υμών ο Πατήρ ο ουράνιος». (Ματθ. 23:9)
Και ο Παύλος: «Εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν». (Εφεσ. 4:6)
Ο Ιάκωβος επίσης έγραψε: «Συ πιστεύεις ότι εις έστιν ο θεός; καλώς ποιείς (όχι τριάς - τριαδικός, ή δυαδικός) και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουσιν». (Ιάκ. 2:19)
Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι Κύριος ο Θεός δεν είναι τριαδικός ή δυαδικός, αλλά ΕΙΣ, πράττει πολύ σωστά, άλλωστε σύμφωνα με τον Ιάκωβο, το ίδιο πίστευαν και τα δαιμόνια και για αυτό το λόγο έφριτταν (έτρεμαν από φόβο). Εάν υποθετικά ο Θεός ήταν τριαδικός ή δυαδικός, τότε τα δαιμόνια δεν θα έφριτταν.
Ο πατέρας λοιπόν του ψεύδους είχε κάθε λόγο να απατά επί αιώνες, διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, ότι Κύριος ο Θεός είναι ΕΙΣ και όχι τριάς - τριαδικός ή δυάς - δυαδικός.
Αντιλήψεις περί τριαδικότητας του Θεού εκτός των ανωτέρω
(Ι) Καββαλίστικες σκέψεις
«Η Αλήθεια είναι εκεί που οι Καμπαλιστές μιλούν για τα πέπλα του Απόλυτου. Η Αλήθεια ονομάστηκε με διάφορους τρόπους: άλλοι την είπαν Θεό γενικά, άλλοι Πατέρα – Θεό, Απόλυτο, Ανεκδήλωτο, Αρνητική Ύπαρξη και άλλοι ακόμη πιο αόριστα «ανώτερη δύναμη». Η ποικιλία των ονομάτων και επιθέτων υποδηλώνει το γεγονός ότι η ολότητα του Θεού παραμένει ακατανόητη από την ανθρώπινη διάνοια. Αυτή η γνώση – παραδοχή είναι πανάρχαιη. Οι αρχαίοι λαοί είχαν συνειδητοποιήσει πως, πίσω από εκείνον που ονόμαζαν πατέρα – Θεό βρισκόταν «κάτι», στο οποίο ο κεντρικός τους Θεός παρέμενε υπόλογος. Πιθανώς ένας ακόμη ανώτερος Θεός, ακατάληπτος ακόμη και από τον ύψιστο Θεό τους, πόσο μάλλον από τους ίδιους. Για αυτό τον αναφέρουν ή τον υπονοούν αλλά δεν ασχολούνται μαζί του, δεν προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν γιατί μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν αυθαίρετη. Η Καμπαλιστική προσέγγιση δεν ξεφεύγει από αυτό. Παραδέχεται την άγνοιά της και μιλάει για τρία πέπλα τα οποία δίνουν μια νύξη για ΤΟ Θεό αλλά στην ουσία, όπως όλα τα πέπλα, τον αποκρύπτουν. Τα πέπλα αυτά είναι η Αρνητικότητα, το Απεριόριστο και το Απεριόριστο Φως.
Τα τρία αυτά συμβολικά πέπλα δεν ξεχωρίζουν και δεν διακρίνονται το ένα από το άλλο. Σαν Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι «Τριάδα ομοούσιος και αχώριστος» και ο ανώτατος μυημένος αυτού του ηλιακού συστήματος ακόμη (αλλά και άλλοι μεγαλύτεροι από αυτόν) δεν μπορεί να εισχωρήσει στα μυστικά τους».
(ΙΙ) Ερμής ο τρισμέγιστος
Μία θεότητα στον κόσμο υπάρχει
Ο Ερμής αναφέρεται ως ένας παντογνώστης στα χρόνια της βασιλείας του Σώστρου. Γράφει σχετικά ο Ιωάννης Μαλάλας (7ος - 8ος αιών):
«Ερμής ο Τρισμέγιστος ο Αιγύπτιος, ανήρ φοβερός εν σοφία ος έφρασε τρεις μεγίστας υποστάσεις είναι το του αρρήτου και δημιουργού όνομα, μίαν δε θεότητα είπε».
Δηλαδή:
Ο Ερμής ο Τρισμέγιστος ο Αιγύπτιος, άνδρας με φοβερή σοφία. Ο οποίος είπε πως του ακατάληπτου και δημιουργού το όνομα έχει τρεις υποστάσεις σε μια ενιαία θεότητα», δίδοντας έτσι το τριαδικό της υπόστασης του Θεού, που κατόπιν ενσωματώθηκε στην Ορθοδοξία.
(ΙΙΙ) Αγία Τριάδα
«Ο τριαδικός Θεός περιγράφεται ως Τρισυπόστατη Μονάδα η οποία φανερώνεται με ενέργειες και έργα στην κτίση και την ιστορία. Έχει μεν τρία πρόσωπα, αλλά αυτά τα τρία πρόσωπα δεν αποτελούν τρεις χωριστούς Θεούς, αλλιώς ο Χριστιανισμός δεν θα ήταν μονοθεϊστική αλλά τριθεϊστική θρησκεία. Κατά το δόγμα, ο λόγος που ο τριαδικός Θεός είναι ένας, αν και με τρεις υποστάσεις, είναι η απουσία χώρου και χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος διαφοροποιούν τις ανθρώπινες υποστάσεις μεταξύ τους, ώστε τα διαφορετικά πρόσωπα να αποτελούν διαφορετικούς ανθρώπους. Επειδή όμως ο χώρος και ο χρόνος είναι κτιστοί (δημιουργήματα του Θεού), ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς. Έτσι έχουμε το μυστήριο (ακατάληπτο για τους ανθρώπους) της Τρισυπόστατης Μονάδας».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αποδοχή του Τριαδικού δόγματος (Τρισυπόστατη Μονάδα) προϋποθέτει και την αποδοχή της άγνοιας, του ακατάληπτου και ακατανόητου, του μυστηρίου και την θέσπιση νέων μαθηματικών και γραμματικών κανόνων. Εάν κάποιος έχει κατά νου ή βλέπει τρία πέπλα, τρεις αγγέλους η τρία πλοία στη σειρά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός είναι τριάς - τριαδικός. Επίσης η αιτιολόγηση ότι ο Θεός είναι τριαδικός, διότι δεν υπόκειται σε χώρο και χρόνο, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να είναι και τετραδικός, πενταδικός, εξαδικός κ.λ.π..
Τι το άχυρον προς τον σίτον; (Ιερ. 23:28)
Η Αγία γραφή ωφέλιμος προς παιδεία
«Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης, διά να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν». (Β΄ Τιμ. 3:16)
Οι λόγοι του Κυρίου είναι απλοί, καθαροί, νοητοί, φωτίζουν και σοφίζουν τον άνθρωπο και είναι ασύμφωνοι με αυτές τις ανθρώπινες τριαδικές, πολυθεϊστικές αντιλήψεις. (Βλ. Ματθ. 15:9)
«Άκουε Ισραήλ Κύριος ο Θεός ημών Κύριος ΕΙΣ έστιν». (Μάρκ. 12:29)
«Λύχνος τοις πόσι μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου». (Ψαλμ. 119:105)
«Ο νόμος του Κυρίου άμωμος επιστρέφων ψυχάς, η μαρτυρία του Κυρίου πιστή σοφίζουσα νήπια, τα δικαιώματα του Κυρίου ευθέα ευφραίνοντα καρδίαν». (Ψαλμ. 19:7)
«Οδήγησον με επί την αλήθειαν σου και δίδαξον με ότι συ ει ο Θεός ο σωτήρ μου». (Ψαλμ. 24:5 O')
«Οίδαμεν δε ότι ο Υιός του Θεού ήκει (ήλθε) και δέδωκεν ημίν διάνοιαν (νοητική ικανότητα) ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν και εσμέν εν τω αληθινώ εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ, ούτος ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος». (Α΄Ιωάν. 5:20)
Οι Απόστολοι δεν κήρυξαν τριαδικό θεό, ούτε χωμάτινο Ιησού, αλλά κήρυξαν δια Πνεύματος Αγίου ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος.
Η προφητεία του Ησαΐα για τον Υιό
«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός , εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. 9:6 κατά Ο΄ εκδ. αποσ. διακονίας)
Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν
Το «ημίν» είναι δοτική προσωπική χαριστική και φανερώνει το πρόσωπον που ωφελείται,το πρόσωπο για χάρη του οποίου γίνεται αυτό που δηλώνει η πρόταση.
To «εγεννήθη» είναι παθητικός χρόνος, που σημαίνει ότι το παιδίον (Ιησούς) δεν γεννήθηκε από μας, αλλά από τον Θεό που είναι Πνεύμα, για μας.
Ομοίως και το «υιός και εδόθη ημίν». Δεν γέννησε χοϊκός άνθρωπος τον Σωτήρα για να τον δώσει να σωθεί ο κόσμος, αυτό το έκανε ο Θεός που είναι Πνεύμα, διαφορετικά ο Σωτήρας θα ήταν χοϊκός άνθρωπος, μη δυνάμενος να σώζει και όχι ο επουράνιος Κύριος Ιησούς χριστός. (Α΄Κορ. 15:47)
«Ούτως γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον υιόν τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». (Ιωάν. 3:16)
Μονογενής = ο γεννηθείς μόνος// άνευ άλλων//μη έχων αδελφούς ή αδελφές. [Λεξικά: Σκαρλάτου Βυζαντίου αρχαία και Ομηρικό Πανταντζίδου]
Ο ποιηθείς χοϊκός Αδάμ, αποκαλείται επίσης υιός Θεού, εάν λοιπόν ο γεννηθείς υιός του Θεού Ιησούς, είχε την χοϊκή φύση του Αδάμ, δεν θα ήτο ο μονογενής του Πατρός πλήρης χάριτος και αληθείας, εξάλλου «το γεγεννημένον εκ της σαρκός είναι σαρξ και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος είναι πνεύμα». (Γέν. 1:27, Λουκ. 3:38, Ησ. 1:2, Ιωάν. 1:14, Ιωάν. 3:6)
«Ούτως είναι και γεγραμμένον· Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγεινεν εις ψυχήν ζώσαν· ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Πλην ουχί πρώτον το πνευματικόν, αλλά το ζωϊκόν, έπειτα το πνευματικόν. Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού». (Ι Κορ. 15:45-47)
Ο μονογενής υιός του Θεού
«Όστις πιστεύει εις αυτόν δεν κρίνεται, όστις όμως δεν πιστεύει είναι ήδη κεκριμένος, διότι δεν επίστευσεν εις το όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού». (Ιωάν. 3:18)
Ως μονογενής υιός του Θεού, ορίζεται αυτός που γεννήθηκε δια Πνεύματος Αγίου μέσα στην κοιλιά της Μαρίας, ετέχθη από αυτήν «που έστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων;» και του εδόθη το όνομα Ιησούς με εντολή αγγέλου του Κυρίου. Ο αποσταλθείς εις τον κόσμο μονογενής του Πατρός, Ιησούς, δεν είχε αδελφούς ή αδελφές γεννημένους από το Άγιο Πνεύμα όπως αυτός, όμως «όσοι έλαβον αυτόν εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού, οίτινες ουχί εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ΄εκ Θεού εγεννήθησαν». (Ιωάν. 1:12, Ματθ. 2:2)
Ομομήτριοι αλλά όχι ομοπάτριοι με τον Ιησού ήταν ο Ιάκωβος, ο Ιωσής, ο Σίμων, ο Ιούδας και οι αδελφές αυτού.
«Δεν είναι ούτος ο υιός του τέκτονος; (καθώς ενομίζετο [Λουκ. 3:23]) η μήτηρ αυτού δεν λέγεται Μαριάμ, και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας; και αι αδελφαί αυτού δεν είναι πάσαι παρ' ημίν; πόθεν λοιπόν εις τούτον ταύτα πάντα; Και εσκανδαλίζοντο εν αυτώ». (Ματθ. 13:55-57, βλ. και Ματθ. 12:47-50)
Η γέννηση του Ιησού
«Και είπεν ο άγγελος αυτή, Μη φοβού Μαριάμ εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ και ιδού συλλήμψη εν γαστρί και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν […] είπεν δε Μαριάμ προς τον άγγελον, Πως έσται τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; Και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή, Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι, διο και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού (Λουκ. 1:30-35)».
Δεν της είπε ότι το άγιο που θα γεννηθεί από σένα θα κληθεί υιός Θεού, αλλά της είπε, το άγιο που θα γεννηθεί μέσα σου θα κληθεί υιός Θεού. Το ίδιο επιβεβαιώνει άγγελος Κυρίου στον Ιωσήφ τον άνδρα αυτής κατ’ όναρ:
«Ιωσήφ υιός Δαυίδ μη φοβηθής παραλαβείν την γυναίκα σου το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματος έστιν αγίου (Ματ. 1:20)».
Αυτός ήταν και ο λόγος που ονομάστηκε μονογενής υιός Θεού, διότι το άγιο που γεννήθηκε μέσα στη κοιλιά της Μαρίας ήταν εκ Πνεύματος αγίου, όχι εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ή δυνάμεως ανδρός ή γυναικός. (Βλ. Ιωάν. 1:13)
Συνεχίζοντας ο άγγελος λέει στον Ιωσήφ:
«Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν (= ο Θεός είναι σωτηρία), αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών». Ο Ιωσήφ πίστεψε στον λόγο αυτού και «εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιησούν». (Ματθ. 1:25, Λουκ. 2:21)
Η χοϊκή Μαρία δεν συνέλαβε κατά το έθος των ανθρώπων, «έγνω δε Αδάμ την γυναίκα αυτού και συλλαβούσα έτεκεν υιόν και επωνόμασεν το όνομα αυτού Σηθ (Γέν. 4:25)», ούτε συνέλαβε γονιμοποιημένο ωάριο (έμβρυο) για να τέξει ημίθεο κατά το έθος των Ολύμπιων, ούτε γονιμοποίησε μόνη της όπως η Ήρα τον Ήφαιστο που γεννήθηκε με παρθενογένεση και ο πατέρας του ήταν η έρις και η φιλονικία σύμφωνα με τις αρχαίες μυθικές δοξασίες, ούτε έτεκε χοϊκό υιό, αλλά συνέλαβε θαυματουργικά και έτεκε τον επουράνιο Ιησού που τον γέννησε ο Πατέρας Του, το αιώνιο Άγιο Πνεύμα, μέσα της και ο οποίος είναι η αρχή της Νέας, πνευματικής κτίσεως.
«Και ότε επλήσθησαν ημέραι οκτώ του περιτεμείν αυτόν και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλλημφθήναι αυτόν εν τη κοιλία». (Λουκ. 2:21)
«Και αυτός είναι η κεφαλή του σώματος, της εκκλησίας (της μίας, της πνευματικής) όστις είναι αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, διά να γείνη αυτός πρωτεύων εις τα πάντα». (Κολ. 1:18, Αποκ. 3:14)
«Όθεν εάν τις ήναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα· τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγειναν νέα». (ΙΙ Κορ. 5:17)
Ο Εμμανουήλ
«Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος : Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο έστιν μεθερμηνευόμενον Μεθ’ ημών ο Θεός». (Ματθ. 1:23)
Η εκκλησία του Θεού «ην περιεποιήσατο δια του αίματος του ιδίου» τον πρώτο αιώνα αναγνώριζε τον Ιησού ως τον αληθινό ένα Θεό και κάλεσε το όνομα αυτού «Εμμανουήλ», δηλαδή «Μεθ’ ημών ο Θεός». (Πρ. 20:28, Α΄ Ιωάν. 5:20, Ησ. 7:14, 8:8)
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι Ιουδαίοι ήθελαν να τον φονεύσουν διότι νόμιζαν τον Ιησού υιό του Ιωσήφ και της Μαρίας και δεν πίστευαν ότι ήταν ο μονογενής του Αγίου Πνεύματος.
«Δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι ότι ου μόνον έλυεν το σάββατον, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγεν τον Θεόν ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ». (Ιωάν. 5:18)
«Απεκρίθησαν προς αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· Περί καλού έργου δεν σε λιθοβολούμεν, αλλά περί βλασφημίας, και διότι συ άνθρωπος ων κάμνεις σεαυτόν Θεόν». (Ιωάν. 10:33)
Οι αντικείμενοι, ενάντιοι, Ιουδαίοι δεν πίστευαν στην Διδαχή των Αποστόλων
Η Διδαχή
«Τούτο φρονείτε εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή (εικόνα) Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». (Φιλιπ. 2:5-8)
Εδώ δεν μιλάει για προϋπάρχοντα Υιό, αλλά για τον μονογενή του Πατρός (του Αγίου Πνεύματος), τον τεχθέντα από την Μαρία, που του δόθηκε το όνομα Ιησούς, και που όταν γράφει ο Παύλος τις επιστολές ήταν ήδη αναστημένος.
«Επειδή το αδύνατον εις τον νόμον, καθότι ήτο ανίσχυρος διά της σαρκός, ο Θεός πέμψας τον εαυτού Υιόν (τον μονογενή Ιησού - τον υιό του ανθρώπου) με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί, διά να πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα». (Ρωμ. 8:3-4)
«Εξεύρομεν δε ότι ο Υιός του Θεού ήλθε και έδωκεν εις ημάς νόησιν, διά να γνωρίζωμεν τον αληθινόν· και είμεθα εν τω αληθινώ, εν τω Υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος είναι ο αληθινός Θεός και η ζωή η αιώνιος». (Ι Ιωάν. 5:20)
Ο Ιησούς ήταν επουράνιος άνθρωπος, εξ ουρανού, εικόνα του θεού του αοράτου, και όχι εκ της γης χοϊκός
Τι μαρτυρεί ο τεχθείς από την Μαρία Ιησούς για τον εαυτό του.
«Εγώ γαρ εκ του θεού εξήλθον και ήκω (έχω έλθει, είμαι εδώ), ουδέ γαρ απ’ εμαυτού ελήλυθα, αλλ’ εκείνος με απέστειλεν». (Ιωάν. 8:42)
«Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς ο υιός του ανθρώπου». (Ιωάν. 3:13)
«Καταβέβηκα από του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν αλλά το θέλημα του πέμψαντος με». (Ιωάν. 6:38)
«Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς, εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου ζήσει εις τον αιώνα και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μου έστιν υπέρ της του κόσμου ζωής». (Ιωάν. 6:51)
«Ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μου έστιν». Η σάρκα του Ιησού ήταν εκ του ουρανού (και το μάνα στην έρημο ήταν εξ ουρανού) και όταν ο Παύλος, Απόστολος του Ιησού έγραψε για το μυστήριον της ευσεβείας «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» δεν διαφώνησε με τον Ιησού ούτε κήρυξε χοϊκό Σωτήρα, ομοίως και ο Ιωάννης όταν έγραψε το «ο Λόγος σαρξ εγένετο».
Σαρξ = σάρκα//σώμα//κορμί//ο άνθρωπος (Λεξ. Σταματάκου)
«Ου πάσα σαρξ η αυτή σαρξ αλλά άλλη μεν ανθρώπων, άλλη δε σαρξ κτηνών, άλλη δε ιχθύων και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά ετέρα μεν η των επουρανίων δόξα, ετέρα δε η των επιγείων». (Α΄Κορ. 15:39-40)
«Υμείς εκ των κάτω εστέ (επίγεια σώματα) εγώ εκ των άνω ειμί (επουράνιο σώμα) υμείς εκ τούτου του κόσμου εστέ (χοϊκοί), εγώ ουκ ειμί εκ του κόσμου τούτου (επουράνιος)». (Ιωάν. 8:23)
Ο Ιησούς δεν ήταν άγγελος αλλά μονογενής υιός του Πατρός
«Διότι προς τίνα των αγγέλων είπε ποτε· Υιός μου είσαι συ, Εγώ σήμερον σε εγέννησα; και πάλιν· Εγώ θέλω είσθαι εις αυτόν Πατήρ, και αυτός θέλει είσθαι εις εμέ Υιός;». (Εβρ. 1:5)
«Ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, ότι αυτός εγώ είμαι· ψηλαφήσατέ με και ίδετε, διότι πνεύμα σάρκα και οστέα δεν έχει, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα». (Λουκ. 24:39)
Το σώμα του Ιησού, του μονογενούς Υιού του Θεού ήταν ιδιαίτερο, ξεχωριστό, και μοναδικό. Ήταν ομοίωμα του χοϊκού ανθρώπου.
«Αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος». (Φιλιπ. 2:7, Ρωμ. 8:3)
Το αίμα του επουράνιου ανθρώπου Ιησού
Τα οστά του επουράνιου του Ιησού παρήγαγαν ιδιαίτερο Θεϊκό αίμα που χύθηκε στο σταυρό για να εξιλεώνει τον αμαρτωλό χοϊκό άνθρωπο.
«Τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού». (Ρωμ. 3:25)
«Διά του οποίου έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των αμαρτημάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού». (Εφ. 1:7)
«Προσέχετε λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος». (Πράξ. 20:28)
«Πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, όστις διά του Πνεύματος του αιωνίου προσέφερεν εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν, θέλει καθαρίσει την συνείδησίν σας από νεκρών έργων εις το να λατρεύητε τον ζώντα Θεόν;» (Εβρ. 9:14)
Τι είπαν και τι έγραψαν οι Άγιοι Απόστολοι
«Ότι εν αυτώ (τον Ιησού Χριστό) κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς και εστέ εν αυτώ πεπληρωμένοι, ος έστιν η κεφαλή πάσης αρχής και εξουσίας». (Κολ. 2:9-10)
«Διότι εν αυτώ ηυδόκησεν ο Πατήρ να κατοικήση παν το πλήρωμα και δι' αυτού να συνδιαλλάξη τα πάντα προς εαυτόν, ειρηνοποιήσας διά του αίματος του σταυρού αυτού, δι' αυτού, είτε τα επί της γης είτε τα εν τοις ουρανοίς». (Κολ. 1:19-20)
«Ου πάσα σαρξ η αυτή σαρξ αλλά άλλη μεν ανθρώπων, άλλη δε σαρξ κτηνών, άλλη δε ιχθύων και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά ετέρα μεν η των επουρανίων δόξα, ετέρα δε η των επιγείων». (Α΄Κορ. 15:39-40)
Οι Απόστολοι δεν απεστάλησαν να κηρύξουν τον Όμηρο η τον Μεσοπλατωνισμό, ούτε ημίθεο (Υιό θεού και θνητής) τέτοιοι θεοί υπήρχαν πολλοί στο πάνθεο των Ελλήνων και λοιπών λαών, αλλά κήρυξαν Ιησού Χριστό Θεό Ζώντα και Αληθινό, σωτήρα του κόσμου. (Α΄Ιωάν. 5:20, Ρωμ. 9:5, Τιτ. 2:13, Αποκ. 1:8)
Περισσότερες μαρτυρίες για τον Ιησού
(α) Ο πρόδρομος Ιωάννης
Ο πρόδρομος Ιωάννης μαρτύρησε και είπε για τον Ιησού ότι είναι υπεράνω πάντων διότι είχε έρθει από τον ουρανό.
«Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι. Ο άνωθεν ερχόμενος επάνω πάντων έστιν. Ο ων εκ της γης εκ της γης έστιν και εκ της γης λαλεί. Ο εκ του ουρανού ερχόμενος επάνω πάντων εστί Ο εώρακεν και ήκουσεν τούτο μαρτυρεί, και την μαρτυρίαν αυτού ουδείς λαμβάνει. Ο λαβών αυτού την μαρτυρίαν εσφράγισεν ότι ο Θεός αληθής έστιν». (Ιωάν. 3:30-33)
Και ο Ιησούς μαρτύρησε και είπε για τον Ιωάννη ότι μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών δεν υπήρξε μεγαλύτερος του Ιωάννη.
«Αληθώς σας λέγω, μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών δεν ηγέρθη μεγαλήτερος Ιωάννου του βαπτιστού· πλην ο μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλήτερος αυτού». (Ματθ. 11-11)
Εάν ο Ιησούς ήταν χοϊκός άνθρωπος κατά την αντίληψη των διαφωνούντων Ιουδαίων δεν θα έλεγε ότι ο Ιωάννης ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών, αλλά θα έλεγε ότι Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος μεταξύ των γεννηθέντων υπό γυναικών.
(β) Ο απόστολος Παύλος περί αναστάσεως νεκρών
«Ούτως και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία, σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη, σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται εν δυνάμει, σπείρεται σώμα ψυχικόν εγείρεται σώμα πνευματικόν. Ει έστιν σώμα ψυχικόν, έστιν και πνευματικόν, ούτως και γέγραπται: Εγένετο ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εις ψυχήν ζώσαν, ο έσχατος Αδάμ εις Πνεύμα ζωοποιούν, αλλ’ ου πρώτον το πνευματικόν αλλά το ψυχικόν, έπειτα το πνευματικόν. Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού. Οίος ο χοϊκός τοιούτοι και οι χοίκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου». (Α΄Κορ. 15:42-49)
Η διάκριση μεταξύ του χοϊκού και του επουρανίου είναι κατάδηλη, ο χοϊκός άνθρωπος σπέρνεται με ανθρώπινο σπέρμα και γεννιέται σώμα ψυχικό «εν φθορά, εν ατιμία, εν ασθενεία» και ενώ ζει επί της γης, είναι πνευματικά νεκρός εξ’ αιτίας της αμαρτίας. Ο δε πρώτος χοϊκός Αδάμ, «έστι τύπος του μέλλοντος» δηλαδή τύπος του επουράνιου ανθρώπου Ιησού. (Ρωμ. 5:14)
Ο επουράνιος άνθρωπος Ιησούς Χριστός «εγένετο εις πνεύμα ζωοποιούν» με σκοπό να αναγεννήσει, ζωοποιήσει, αναστήσει, και να δώσει στον πνευματικά νεκρό άνθρωπο «ζωή κι’ αυτή εν αφθονία». (Ιωάν. 10:10)
«Ο δε Ιησούς λέγει αυτώ, ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». (Ματθ. 8:22)
Οι Απόστολοι κήρυτταν «Εν τω Ιησού την ανάστασιν την εκ νεκρών». (Πράξ.4:2)
«Και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασιν συνεζωοποίησεν τω Χριστώ, χάριτι έστε σεσωσμένοι και συνήγειρεν και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού». (Εφ. 2:5-6)
«Συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτισμώ, εν ω και συνηγέρθητε […] Και υμάς νεκρούς όντας τοις παραπτώμασιν και τη ακροβυστία της σαρκός υμών, συνεζωοποίησεν υμάς συν αυτώ χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα». (Κολ. 2:13)
«Διότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται». (Λουκ. 15:24)
«Αλλά παραστήσατε εαυτούς τω Θεώ ωσεί εκ νεκρών ζώντας και τα μέλη υμών όπλα δικαιοσύνης τω Θεώ». (Ρωμ. 6:13)
Το έργο αυτό της σωτηρίας - άφεση αμαρτιών και ανάσταση του πνευματικά νεκρού χοϊκού ανθρώπου - θα ήταν αδύνατον να γίνει εάν ο Ιησούς είχε και αυτός ανθρώπινη χοϊκή - φθαρτή φύση.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο λόγος της ζωής που έγινε σαρξ, αυτός είναι η αλήθεια και η ζωή και ο σπόρος ο άφθαρτος που δίνει αιώνια ζωή.
Ο Ιάκωβος πληροφορεί τους Ιουδαιοχριστιανούς: «Βουληθείς (ο Θεός) απεκύησεν ημάς λόγω αληθείας εις το είναι ημάς απαρχήν τινά των κτισμάτων αυτού» (Αποκυώ = φέρω νεογνόν, γεννώ). (Ιάκ. 1:18)
Και ο Πέτρος επίσης στην πρώτη επιστολή προς Εβραίους: «Αναγεγεννημένοι ουκ εκ σποράς φθαρτής αλλά αφθάρτου δια λόγου ζώντος Θεού και μένοντος». (Αναγεννάω = γεννώ εκ νέου ξαναγεννώ). (Ι Πέτρ. 1:23)
Η Διδαχή της Πρώτης Εκκλησίας περί του Λόγου της ζωής
«Εμοί τω ελαχιστοτέρω πάντων αγίων εδόθη η χάρις αύτη τοις έθνεσιν ευαγγελίσασθαι το ανεξιχνίαστον πλούτος του Χριστού και φωτίσαι τις η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκρυμμένου από των αιώνων εν τω Θεώ τω τα πάντα κτίσαντι». (Εφεσ. 3:8-9)
«Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς (όχι παρά) τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι΄αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν, εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων». (Ιωάν. 1:1-4)
«Ο ην απ΄ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής. Και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν την ζωήν την αιώνιον ήτις ην προς τον Πατέρα και εφανερώθη ημίν». (Α΄Ιωάν. 1:1-2)
Σύγκρινε: «Και ο λόγος έγεινε σαρξ», «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί», «και η ζωή εφανερώθη». [Ιωάν. 1:14, Ι Τιμ. 3:16, Ι Ιωάν. 1:2]
Ο Ιουδαίος συγγραφέας δεν έγραψε για έτερο προϋπάρχοντα θεό λόγο αλλά, έγραψε για τον λόγο που είναι η αιώνια ζωή, η ζωή του αιώνιου Πατέρα, του Θεού που φανερώθηκε.
Απευθυνόμενος ο Ιησούς, ο υιός του Θεού, στους Ιουδαίους είπε: «Διότι καθώς ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και εις τον Υιόν να έχη ζωήν εν εαυτώ». (Ιωάν. 5:26)
Και αλλού: «Είπε προς αυτήν ο Ιησούς· Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, και αν αποθάνη, θέλει ζήσει και πας όστις ζη και πιστεύει εις εμέ δεν θέλει αποθάνει εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;». (Ιωάν. 11:25-26)
Ούτε ακύρωσε ο Ιουδαίος συγγραφέας τις Γραφές που έλεγαν ότι:
«Οίδαμεν […] ότι ουδείς Θεός έτερος ειμί εις». (Α΄ Κορ. 8:4 TRa)
«Εις τον αιώνα Κύριε ο λόγος σου διαμένει εν τω ουρανώ.» (Ψαλμ. 119:89)
«Και είπεν ο Θεός προς τον Μωϋσήν, Εγώ είμαι ο Ων· και είπεν, Ούτω θέλεις ειπεί προς τους υιούς Ισραήλ· Ο Ων με απέστειλε προς εσάς.» (Εξ. 3:14)
«Εγώ κύριος ο Θεός τούτο μου έστιν το όνομα την δόξαν μου ετέρω ου δώσω ουδέ τας αρετάς μου τοις γλυπτοίς.» (Ησ. 42:8, 48:11)
«Ούτως λέγει ο Θεός ο βασιλεύς του Ισραήλ ο ρυσάμενος αυτόν Θεός Σαβαώθ εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα πλην εμού ουκ έστιν Θεός.» (Ησ. 44:6)
«Ούτως λέγει Κύριος ο λυτρούμενος σε και ο πλάσσων σε εκ κοιλίας εγώ Κύριος ο συντελών πάντα, εξέτεινα τον ουρανόν μόνος και εστερέωσα την γην τις έτερος … » (Ησ. 44:24)
«Σεις είσθε μάρτυρές μου, λέγει Κύριος, και ο δούλός μου, τον οποίον εξέλεξα, διά να μάθητε και να πιστεύσητε εις εμέ και να εννοήσητε ότι εγώ αυτός είμαι προ εμού άλλος Θεός δεν υπήρξεν ουδέ θέλει υπάρχει μετ' εμέ Εγώ, εγώ είμαι ο Κύριος· και εκτός εμού σωτήρ δεν υπάρχει.» (Ησ. 43:10-11)
«Άκουε μου Ιακώβ και Ισραήλ ον εγώ καλώ, εγώ είμι πρώτος και εγώ είμι εις τον αιώνα.» (Ησ. 48:12)
«Και νυν ουκ έγνως ει μη ήκουσας Θεός αιώνιος ο Θεός ο κατασκευάσας τα άκρα της γης ου πεινάσει ουδέ κοπιάσει ουδέ έστιν εξεύρεσις της φρονήσεως αυτού.» (Ησ. 40:28)
Η θεοπνευστία των Γραφών και η φιλοσοφία των ανθρώπων
Οι Απόστολοι δεν ήταν διδάσκαλοι αίρεσης «αρνούμενοι τον μόνον Δεσπότη και Κύριο Ιησού Χριστό» και γνώριζαν τις Γραφές που έλεγαν:
«Που ο σοφός; που ο γραμματεύς; που ο συζητητής του αιώνος τούτου; δεν εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου;» (Α΄ Κορ. 1:20)
«Διότι η σοφία του κόσμου τούτου είναι μωρία παρά τω Θεώ. Επειδή είναι γεγραμμένον· Όστις συλλαμβάνει τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών.» (Α΄ Κορ. 3:19)
«Επειδή είναι γεγραμμένον· Θέλω απολέσει την σοφίαν των σοφών, και θέλω αθετήσει την σύνεσιν των συνετών.» (Α΄Κορ. 1:19)
«Διότι επειδή εν τη σοφία του Θεού ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Θεόν διά της σοφίας, ηυδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος να σώση τους πιστεύοντας.» (Α΄ Κορ. 1:21)
Οι συγγραφείς των επιστολών της Καινής Διαθήκης δεν ήταν σύμφωνοι με τους πολυθεϊστές Εθνικούς, οι οποίοι κατά την ελληνική θεολογική σκέψη πίστευαν σε ιεραρχική ένωση μελών θεών όπου ο ύπατος θεός δεν δημιουργεί, αλλά γεννάει τον θεό λόγο ο οποίος είναι και η αιτία της δημιουργίας. Ούτε έγραψαν ποτέ: Αδελφοί όπως ο θεός Δίας γέννησε τον υιό του Ερμή και τον απέστελλε σε δύσκολες και κρίσιμες αποστολές, κάνοντας τον μεσάζοντα μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, έτσι και ο δικός μας, ο ένας θεός. Αυτά τα μυθεύματα τα πίστευαν οι ειδωλολάτρες που νόμιζαν ότι ο Βαρνάβας και ο Παύλος ήταν θεοί.
«Οι δε όχλοι, ιδόντες τούτο το οποίον έκαμεν ο Παύλος, ύψωσαν την φωνήν αυτών, λέγοντες Λυκαονιστί· Οι θεοί ομοιωθέντες με ανθρώπους κατέβησαν προς ημάς. Και ωνόμαζον τον μεν Βαρνάβαν Δία, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου.» (Πράξ. 14:11-12)
Ούτε έκαναν φιλοσοφική ανάλυση δεχόμενοι τις σοφιστείες περί του «Λόγου» του Μεσοπλατωνισμού, ώστε να διαδώσουν τα έσχατα Πλατωνικά ρεύματα αναμειγμένα με την διδαχή του Ιησού. Αυτό επετεύχθη από τον φανατικό ελληνιστή, Ιουδαίο φιλόσοφο Φίλωνα -από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου που η βιβλιοθήκη της έλκυε όλες τις φιλοσοφικές τάσεις- ο οποίος θεωρούσε ότι ο Λόγος είναι η «ιδέα των ιδεών», «ο πρωτότοκος γιος του άκτιστου Πατέρα» και «δεύτερος, κατώτερος θεός», και από τους λεγόμενους Απολογητές που υιοθέτησαν τον «φιλώνειο Λόγο» του Μεσοπλατωνισμού. O Μεσοπλατωνισμός με τον Πλωτίνο εξελίχθηκε σε Νεοπλατωνισμό και με τους φιλόσοφους πατέρες μετεξελίχθηκε σε «πατερική» θεολογία.
Οι απολογητές συμβίβασαν τη συγκρητιστική ελληνική θεολογία με τον χριστιανισμό διδάσκοντας όπως ο Ιουστίνος ότι:
«ότι ο λόγος εστί και λέγεται Θεός και Κύριος έτερος, υπό τον ποιητήν των όλων.» (Ιουστίνου Διάλ. 56,4)
«η δε πρώτη δύναμις μετά τον Πατέρα πάντων και δεσπότην Θεόν και υιός ο λόγος εστίν ος τίνα τρόπον σαρκοποιηθείς άνθρωπος γέγονεν ... ». (Ιουστίνου Απολ. Α΄32,10)
«άθεοι μεν ουν ουκ έσμεν, τον δημιουργόν τούδε του παντός σεβόμενοι, ανενδεή αιμάτων και σπονδών και θυμιαμάτων, ως εδιδάχθημεν […] Ιησούν Χριστόν, τον σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου […] εν δευτέρα χώρα έχοντες, πνεύμα τε προφητικόν εν τρίτη τάξει ότι μετά λόγου τιμώμεν αποδείξωμεν». (Ιουστίνου Απολ. Α΄13:1-3)
Τελικά η μίξη αυτή της ανθρώπινης επίγειας σοφίας με την άνωθεν σοφία του Θεού, γέννησε θεολογικές μάχες και τις μεγάλες αιρέσεις στο 20, 3ο και 4ο αιώνα.
Οι διαμορφωτές του νέου χριστιανισμού Βυζαντινού τύπου, ετρώθησαν και αυτοί με τον φιλώνειο έρωτα προς τον Πλάτωνα, βλάπτοντας την βασική ιδέα της βίβλου ότι ο Θεός είναι αγάπη, και είναι Ένας, με θλιβερό αποτέλεσμα τον εξελληνισμό του μονοθεϊστικού πρώιμου Χριστιανισμού, την κρατικοποίηση και προστασία του από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την ένοπλη επιβολή του, την ανακάλυψη της ακατάληπτης τρισυπόστατης μονάδας με επικράτηση την οντολογική ισότητα μεταξύ Πατρός και Υιού, και την εισαγωγή νέων θεολογικών όρων, ανύπαρκτων στα ιερά βιβλικά κείμενα όπως: ομοούσιος – αδιαίρετος – αχώριστος - δύο φύσεις - πρώτο, δεύτερο, τρίτο πρόσωπο - αγία τριάς ελέησον ημάς – μεγαλόχαρη – αειπάρθενος – συνάναρχος – συναΐδιος – ενσάρκωση (ενσαρκώνω = δίδω υλική υπόσταση εις τινά|| μετενσαρκώνω|| μετεμψυχώνω [Λεξ. Σταματάκου]) κ.ά.
Ο Λόγος σαρξ εγένετο
«Και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού δόξαν ως μονογενούς παρά του πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». (Ιωάν. 1:14)
σ.σ. Δεν λέει ότι ο λόγος έλαβε σάρκα από άλλη σάρκα (την Μαρία) όπως υποστήριζαν οι Απολογητές φιλόσοφοι επηρεασμένοι από την «ελληνική σκέψη» η οποία υιοθετούσε την θεωρία της μετενσάρκωσης, συνώνυμο της ενσάρκωσης , αλλά λέει «ο λόγος σαρξ εγένετο».
Η γραμματική λέει ότι το κατηγορούμενο (σαρξ) μέσω του συνδετικού ρήματος (εγένετο) αποδίδει στο υποκείμενο (ο λόγος) μια ιδιότητα.
Δηλαδή η σαρξ / άνθρωπος Ιησούς, έγινε ιδιότητα - γνώρισμα του λόγου της ζωής, «εγώ είμι η ανάστασις και η ζωή». Η βιολογική συμμετοχή της Μαρίας απουσιάζει, αλλιώς θα έλεγε (ο λόγος σαρξ εγένετο υπό της Μαρίας).
Το σώμα του Ιησού ήταν ο Ναός του Θεού, όταν οι Ιουδαίοι ζήτησαν σημείον ο Ιησούς είπε: «Λύσατε τον Ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν» οι Ιουδαίοι νόμιζαν ότι τους λέει για τον Ναό του Σολομώντα, «εκείνος δε έλεγεν περί του Ναού του σώματος Αυτού». (Ιωάν. 2:19-21)
Το επουράνιο σώμα του Ιησού είναι η αληθινή σκηνή
«Χριστός δε παραγενόμενος (ελθών) αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών δια της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής (ο ναός του σώματος αυτού) ου χειροποιήτου τουτ’ έστιν ου ταύτης της κτίσεως ( της χοϊκής)». (Εβρ. 9-11)
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός πληρούσε με την παρουσία του το εσωτερικό της σκηνής του μαρτυρίου και μέσα από εκεί, ανάμεσα από τα δύο χερουβείμ επάνω στο ιλαστήριο μιλούσε στον Μωϋσή εις επήκοον του λαού. (Εξ. 25:22)
Στην Καινή Διαθήκη, η σκηνή η αληθινή, είναι ο Ναός του σώματος του Υιού του Θεού «ου χειροποιήτου τουτ’ έστιν ου ταύτης της κτίσεως», όπου κατοίκησε όλο το πλήρωμα της θεότητος και μέσα από αυτό το σώμα μιλούσε και ενεργούσε ο ένας Θεός Πατέρας. (Βλ. και Αποκ. 21:22)
«Έχοντες ουν αδελφοί παρρησίαν εις την είσοδον των αγίων εν τω αίματι του Ιησού ην ενεκαίνησεν (καθιέρωσεν) ημίν οδόν πρόσφατον (νέα) και ζώσαν δια του καταπετάσματος τουτ’ έστιν της σαρκός αυτού και ιερέα μέγαν έχοντες επί τον οίκον του Θεού, προσερχώμεθα μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως … ». (Εβρ. 10:19-22)
Σε αυτήν την περικοπή βλέπουμε την εξέχουσα πνευματική λειτουργία της ουράνιας σάρκας του Ιησού, που μας επιτρέπει να εισερχόμεθα «εν πνεύματι » στα αληθινά Άγια στον ουρανό.
Και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού
«Και οφθήσεται η δόξα Κυρίου και όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού ότι Κύριος ελάλησεν». (Ησαΐας 40:5)
«Ο ην απ’ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν περί του λόγου της ζωής και η ζωή εφανερώθη …». (Α΄Ιωάν. 1:1)
«Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί». (Α΄Τιμ. 3:16)
Εφανερώθη = έκανε ορατό τον εαυτόν του.
Εν = πρόθεσις, σαρκί = δοτική. Εδώ έχουμε δοτική του οργάνου η μέσου (τρόπου), δια τίνος, με τι, π.χ εν πυρί πίπρημι = πυρπολώ (καίω) δια πυρός (Λεξ. Σταματάκου).
Μας λέει με ποιόν τρόπο εφανερώθη. Ο Θεός λοιπόν εφανέρωσε τον εαυτόν του με σάρκα - σώμα (ουράνιο). (Ιωάν. 6: 51)
Δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός
Ο μονογενής Υιός είναι «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως Αυτού (του Πατρός)». (Εβρ. 1:3)
Απαύγασμα = ακτινοβολία
Χαρακτήρ = αποτύπωμα, σφραγίς
Ο μονογενής Υιός λοιπόν ήταν η ακτινοβολία της δόξης του Πατρός και το αποτύπωμα της υποστάσεως αυτού (μία υπόσταση), ήταν η ζωντανή εικόνα (απεικόνισμα - αποτύπωμα) του Πατρός του αοράτου, ο εαυτός του Θεού που είναι Πνεύμα, «ο υιός της αγάπης του», «ο αρχηγός της ζωής», τον οποίον ο Πατήρ μας παρήγγειλε να τον λέμε Ιησού (Σωτήρα). «Τούτον γαρ ο Πατήρ εσφράγισεν ο Θεός». (Ιωάν. 5:27, Κολ. 1:13, Πράξ. 3:15)
Όποιος έβλεπε το σώμα του Ιησού έβλεπε τον Πατέρα
«Λέγει αυτώ Φίλιππος Κύριε δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν, λέγει αυτώ ο Ιησούς, τοσούτω χρόνω μεθ’ υμών είμι και ουκ εγνωκάς με Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον πατέρα πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστιν». (Ιωάν. 14:8-10)
«Σας είπον λοιπόν ότι θέλετε αποθάνει εν ταις αμαρτίαις υμών· διότι εάν δεν πιστεύσητε ότι εγώ είμαι, θέλετε αποθάνει εν ταις αμαρτίαις υμών». (Ιωάν. 8:24)
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Ασία, χάρις υμίν και ειρήνη από ο ων και ο ην και ο ερχόμενος και από των επτά πνευμάτων α ενώπιον του θρόνου αυτού». (Αποκ. 1:4)
«Εγώ είμαι το Α και το Ω, αρχή και τέλος, λέγει ο Κύριος, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ». (Αποκ. 1:8)
Το πλήρωμα του Ιησού
Το πλήρωμα του Υιού ήταν ο Πατέρας του ο ουράνιος. «Ότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς.» (Κολ. 2:9)
«Ότι εκ του πληρώματος αυτού (του Υιού) ημείς πάντες ελάβομεν και χάριν αντί χάριτος.» (Ιωάν. 1:16)
«Ως ότι Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ.» (Β΄Κορ. 5:19)
Άφεση αμαρτιών, σωτηρία,θεραπεία, παρηγοριά, ελευθέρωση από πάθη, χάρη, έλεος, αγάπη, πίστη, Πνεύμα άγιο όλα τα έδωσε και τα δίνει ο ένας Θεός, ο Πατέρας, το πλήρωμα του Ιησού, ο οποίος ήταν και είναι το σώμα Αυτού. (Βλ. και Κολοσ. 1:19-22)
Οι Απόστολοι αυτά διδάχτηκαν από τον Κύριο «Ο δε Κύριος είναι το πνεύμα και όπου είναι το πνεύμα του Κυρίου εκεί ελευθερία». (Β΄Κορ. 3:17)
Μαρτυρίες του Ιησού και των Αποστόλων
«Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον πατέρα.» (Ιωάν. 14:9)
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί έστιν.» (Ιωάν. 14:10)
«Τα ρήματα α εγώ λέγω υμίν απ’ εμαυτού ου λαλώ, ο δε πατήρ εν εμοί μένων ποεί τα έργα αυτού.» (Ιωάν. 14:10)
«Εγώ προς τον πατέρα πορεύομαι, και ότι αν αιτήσετε εν τω ονόματι μου τούτο ποιήσω ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιώ, Εάν τι αιτήσετε με εν τω ονόματι μου εγώ ποιήσω.» (Ιωάν. 14:13-14)
«Ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται κι’ εγώ εργάζομαι, δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαίοι αποκτείναι ότι ου μόνον έλυεν το σάββατον, αλλά και πατέρα ίδιον έλεγεν τον Θεόν ίσον εαυτόν ποιών τω Θεώ.» (Ιωάν. 5:17-18)
«Αμήν αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο υιός ποιείν αφ’ εαυτού ουδέν εάν μη τι βλέπη τον πατέρα ποιούντα, α γαρ αν εκείνος ποιή, ταύτα και ο υιός ομοίως ποεί.» (Ιωάν. 5:19)
«Ώσπερ γαρ ο πατήρ εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί, ούτως και ο υιός ους θέλει ζωοποιεί. Ουδέ γαρ ο πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκεν τω υιώ, ίνα πάντες τιμώσι τον υιόν καθώς τιμώσι τον πατέρα. Ο μη τιμών τον υιόν ου τιμά τον πατέρα τον πέμψαντα αυτόν.» (Ιωάν. 5:21-23)
«Ωσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως και τω υιώ έδωκεν ζωήν έχει εν εαυτώ.» (Ιωάν. 5:26)
«Ου δύναμαι εγώ ποιείν απ’ εμαυτού ουδέν καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν ότι ου ζητώ το θέλημα το εμόν αλλά το θέλημα του πέμψαντος με.» (Ιωάν. 5:30)
«Ου Μωϋσής δέδωκεν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού, αλλ’ ο πατήρ μου δίδωσιν υμίν τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν […] Εγώ ειμί ο άρτος της ζωής , ο ερχόμενος προς εμέ ου μη πεινάση και ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήσει πώποτε». (Ιωάν. 6:31-34)
«Παν ο δίδωσιν μοι ο πατήρ προς εμέ ήξει και τον ερχόμενον προς εμέ ου μη εκβάλω έξω.» (Ιωάν. 6:37)
«Έλεγον ουν αυτώ, που έστιν ο πατήρ σου; Απεκρίθη Ιησούς, ούτε εμέ οίδατε ούτε τον πατέρα μου, ει εμέ ήδειτε και τον πατέρα μου αν ήδειτε.» (Ιωάν. 8:19)
«Πάντα μοι παρεδόθη υπό του πατρός μου, και ουδείς γινώσκει τις έστιν ο υιός ει μη ο πατήρ, και τις έστιν ο πατήρ ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι.» (Λουκ. 10:22)
«Και έλεγεν αυτοίς ,υμείς εκ των κάτω εστέ, εγώ εκ των άνω ειμί, υμείς εκ τούτου του κόσμου εστέ, εγώ ουκ ειμί εκ εκ του κόσμου τούτου. Είπον ουν υμίν ότι αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών, εάν γαρ μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμί, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών. Έλεγον ουν αυτώ, Συ τις ει; Είπεν αυτοίς, ο Ιησούς , Την αρχήν ότι και λαλώ υμίν,πολλά έχω περί υμών λαλείν και κρίνειν, αλλά ο πέμψας με αληθής έστιν, κι’ εγώ α ήκουσα παρ’ αυτού ταύτα λαλώ εις τον κόσμον. Ουκ έγνωσαν ότι τον πατέρα αυτοίς έλεγεν». (Ιωάν. 8:23-27)
Συμπέρασμα
Οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτά που τους έλεγε ο Ιησούς, ήσαν αναπαυμένοι στην θρησκεία τους, στην βιολογική τους καταγωγή, στα ήθη και έθιμα τους, στις γιορτές, στον Ναό τους και στην λατρεία σύμφωνα με τις παραδόσεις τους και «Ουκ έγνωσαν ότι τον πατέρα αυτοίς έλεγεν».
«Οσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ’ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός αλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν.» (Ιωάν. 1:13)
Για όσους έλαβον αυτόν οι γνήσιοι υπηρέτες του Χριστού και οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού έγραψαν:
«Ότι ο Θεός ο ειπών, εκ σκότους φως λάμψει, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού.» (Β΄Κορ. 4:6)
«Οίδαμεν δε ότι ο υιός του Θεού ήκει (ήλθε) και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν τον αληθινόν και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος. Τεκνία φυλάξετε εαυτά από των ειδώλων». (Α΄Ιωάν. 5:20-21)
«Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον πατέρα.» (Ιωάν. 14:9)
Αμήν
<< Επιστροφή στην Αρχική σελίδα