Οι Αβρααμικές θρησκείες και ο Χριστός
Οι Αβρααμικές θρησκείες και ο Χριστός
Συγγραφή: Ευάγγελος Δ. Κεπενές (Αύγουστος 9, 2020, 21:60)
Οι τρεις μεγάλες θρησκείες
Οι τρεις μεγάλες θρησκείες, ο ανεικονικός Ιουδαϊσμός 20ος αιώνας π.Χ. ή για άλλους ερευνητές 14ος αιώνας π.Χ., ο «πατερικός Ρωμαϊκός Χριστιανισμός» 4ος αιών, με εικονική λατρεία από τον 8ο αιώνα, και ο επίσης ανεικονικός Μουσουλμανισμός ή Ισλάμ -ο οποίος θεωρείται από τους οπαδούς του ως η πρωτογενής Θρησκεία η οποία εξέπεσε στην ειδωλολατρία και αποκαταστάθηκε τον 7ο αιώνα από τον Μωάμεθ- χαρακτηρίζονται ως Αβρααμικές Θρησκείες επειδή στην ίδρυση τους έπαιξε ρόλο το πρόσωπο του Αβραάμ και οι ιστορίες της Π. Διαθήκης. Και οι τρεις, χωρίς να έχουν ενιαία έκφραση πίστεως, διαμόρφωσαν στενές και ποικιλόμορφες πολιτικές σχέσεις.
Μικρότερες θρησκευτικές παραδόσεις, κράματα Ιουδαϊσμού, Γνωστικισμού, πατερικού Χριστιανισμού, Ισλαμισμού, τοπικών παραδόσεων κ.ά., που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως Αβρααμικές θρησκείες είναι οι Δρούζοι, οι Ρασταφάρι, ο Βαβισμός και η πίστη Μπαχάι.
Ο χαρακτηρισμός και των τριών ως «Μονοθεϊστικές Θρησκείες» είναι άστοχος, διότι ο «πατερικός Χριστιανισμός» έχοντας υπόβαθρο την ελληνική σκέψη αποσαφηνίστηκε ως πλουραλιστικός «Χριστιανισμός» και δογμάτισε ως αλήθεια τα εξής:
α) Το μυστήριο της «Τρισυπόστατης μονάδας» μένοντας έτσι πιστός στην πυθαγόρεια θεώρηση της «ιερής τριάδας» η οποία είχε επηρεάσει όλες τις αρχαίες αρσενικές και θηλυκές «τριαδικές θεότητες».
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι οι πρωταρχικές ιδέες είναι οι αριθμοί. Οι μονοί αριθμοί ήταν αρσενικές θείες οντότητες και οι ζυγοί αριθμοί θηλυκές, το δε γινόμενο 2×3= 6 ήταν (αρσενικό-θηλυκό) που συμβόλιζε τον γάμο. Πίστευαν ότι τα πάντα ορίζονται από τον ιερότατο αριθμό τρία (3) «Το παν και τα πάντα τοις τρισίν ώρισται» (Γέννηση - Ζωή - Θάνατος, Παρελθόν – Παρόν - Μέλλον, Μήκος – Πλάτος - Ύψος). Δίδαξαν δε την απόκρυφη Διάλυση της Μονάδας σε τριάδα ή τριάδες, εισάγοντας έτσι την θεωρία των τριαδικών Μονάδων.
«Όπως άλλωστε λένε και οι Πυθαγόρειοι, το παν και τα πάντα ορίζονται από τον αριθμό τρία, γιατί το τέλος και το μέσο και η αρχή αντιπροσωπεύονται από τον αριθμό του παντός, που είναι ο αριθμός τρία (3). Γι΄ αυτό έχοντας πάρει από την φύση αυτές τις έννοιες, σαν νόμους της, χρησιμοποιούμε κατά τις θεοτικές τελετές (θεουργίες) αυτόν τον αριθμό (3)» (Αριστοτέλους περί Ουρανού, Βιβλίο Ι, 268α)
Στις επαναλαμβανόμενες επεισοδιακές και αλληλοσυγκρουόμενες οικουμενικές συνόδους οι «έμφορτοι θείου πνεύματος» πατέρες της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας, δικαιώνοντας την πολυθεΐα. συμφώνησαν στην οντολογική εξίσωση του Πατρός και του Υιού διαφοροποιούμενοι από τις δοξασίες της αρχαίας θρησκείας, του Ιουδαίου Φίλωνα και των Απολογητών που είχαν κατατάξει τον «Λόγο», ως τον ανώτερο των ενδιάμεσων δυνάμεων, δεύτερο θεό, κατώτερο του Μόνου Θεού (του Πρώτου), αρχάγγελο και πρωτότοκο Υιό Θεού δικαιώνοντας την πολυθεΐα και την θεωρία των σύνθετων θεοτήτων.
II) Την ενσάρκωση του προ-υπάρχοντος Υιού θεού, μένοντας έτσι πιστός στην μυθολογική ενσάρκωση του «Αιώνα Ιησού» των Γνωστικών, αρνούμενος ότι ο άνθρωπος Ιησούς τον οποίον έτεκε η δούλη του Θεού Μαρία ήταν ο Υιός του Θεού, ο οποίος γεννήθηκε μέσα της εκ Πνεύματος Αγίου «τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματος ἐστιν ἁγίου» και παραφράζοντας το «ο λόγος έγινε σαρξ» σε ενσάρκωση.
Τίκτω=βγαίνει από την κοιλιά μου το έμβρυο που αναπτύχθηκε μέσα σε αυτή μετά τη συμπλήρωση του αναγκαίου χρόνου (Lexigram).
Γίγνομαι = γεννώμαι || έρχομαι εις το είναι, γίνομαι || είμαι. (Λεξ. Σταματάκου)
Εν-σαρκώνω= υλοποιώ || δίδω υλικήν υπόσταση εις τινα || ενσωματώνω || μετενσαρκώνω || μετεμψυχώνω. (Λεξ. Σταματάκου)
Περισσότερα για τον μύθο της ενσάρκωσης του Ιησού εδώ
III) Τις δύο φύσεις του Ιησού, μένοντας έτσι πιστός στην σύζευξη του Ουρανού και της Γαίας και στο πρότυπο των ημίθεων της αρχαίας θρησκείας.
Στον αρχαίο κόσμο οι επινοημένοι και δημοφιλείς γιοί θεού με δύο φύσεις «Άνθρωποι-θεοί» που πέθαιναν και ανασταίνονταν (βλέπε: Κρίσνα, Διόνυσος, Μίθρας κ.ά.) ήταν πολιτικά εργαλεία στα χέρια της εξουσίας για ομοιογένεια και ομοδοξία που με την σειρά τους αύξαναν την διάθεση του λαού για αυτοθυσία. Η συνοχή και συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν από μία Θρησκεία και μία πίστη σε έναν γιό θεού «Άνθρωπο-Θεό» που θα ικανοποιούσε τις παρόμοιες πίστεις των διαφορετικών εθνοτήτων της και θα γινόταν το όραμα των πολιτών του, για μια ανίκητη και αιώνια αυτοκρατορία που προστατεύεται από τον «Άνθρωπο-θεό» της.
Έτσι επικράτησε η πολιτική πίστη ότι: «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταληθήσεται, θα μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν» (att. Αρβελέρ, 2009).
Αυτή ήταν και η βασική ιδέα της διαμόρφωσης της γνωστικής «πατερικής δογματικής» για τον ενσαρκωμένο προ-υπάρχοντα δεύτερο θεό υιό, άνθρωπο Ιησού, η οποία με υπόβαθρο την Μυθολογία, «θριάμβευσε» εις βάρος της βιβλικής αλήθειας του «επουράνιου Δεύτερου ανθρώπου Ιησού» που ήταν το σπέρμα της επαγγελίας, και των οικουμενικών επαγγελιών του Θεού που εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο Του.
IV) Την Ανθρωπολογική διαρχία. Παράγωγο της θεϊκής διαρχίας των Γνωστικών και λοιπών φιλοσοφικών συστημάτων είναι η ανθρωπολογική διαρχία, η οποία διχάζει τον άνθρωπο σε δύο στοιχεία, το αισθητό θνητό σώμα και την νοερά αθάνατη ψυχή (την προ-υπάρχουσα κατά τους Χαλδαίους, τον Πλάτωνα, τον Φίλωνα, τους Γνωστικούς κ.ά.). Κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι μέτοχος και των δύο αρχών και της Καλής και της Κακής και εάν αποδράσει από το σώμα που μετέχει της Κακής αρχής, σώζεται. Η ιδέα αυτή αντιτίθεται στην βιβλική αφήγηση, όπου «ψυχή» εννοείται η εκ του ενός Ζωοδότη Θεού προέλευση της ζωής, που υπάρχει σε κάθε ζωντανό κτίσμα, χωρίς την πλατωνίζουσα διάκριση των Γνωστικών.
Ρωτώντας ο Θεός τον Ιώβ του λέει: «ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπὶ γῆς» (38:14 LXXA).
Κατά την εβραϊκή Βίβλο λοιπόν, η «ψυχή» δεν αναφέρεται σε ένα μόνο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά σημαίνει τον ολόκληρο άνθρωπο, ως ενιαία ζωντανή υπόσταση «και εγένετο ο (χοϊκός) άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν», που στην πορεία καθυποτάχθηκε από τον εχθρό του ανθρώπου τον θάνατο «εβασίλευσε ο θάνατος» (Γεν. 2:7, Ρωμ. 5:14-17) και του αφαιρέθηκε το δικαίωμα να φάει από το δένδρο της ζωής το οποίο υποσχόταν την αιωνιότητα. Αντιθέτως στην πλατωνική ανθρωπογνωσία ο θάνατος του σώματος είναι φίλος του ανθρώπου γιατί επιτρέπει στην αθάνατη ψυχή να ελευθερωθεί και να επιστρέψει τελικά στην ουράνια κατάστασή της.
Χαρακτηριστικό είναι ένα επιτάφιο επίγραμμα του Ιεροφάντου όπου αναφέρει ότι: «Ωραία πραγματικά απόκρυφη διδασκαλία (μας μεταβιβάσθηκε) από τους Θεούς. Ότι ο θάνατος, όχι μόνο δεν είναι επιζήμιος για τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα είναι ωφέλιμο πράγμα». Πηγή
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι εβραϊκές βιβλικές αναφορές και ο αντιαιρετικός Επιφάνιος «Και γαρ απ΄ αρχής Αδάμ τη έκτη ημέρα πλασθείς από γης και λαβών το εμφύσημα εζωογονήθη» (Επιφανίου, Πανάριον κεφ. 4) αντικρούουν την πλατωνίζουσα Ανατολική πίστη περί αθανασίας της ψυχής, όπως αυτή διατυπώνεται σε νεκρώσιμη ακολουθία (Εξοδιαστικό) ιερομονάχων του 16ου αιώνα.
«Ο Θεός ημών ο δημιουργός και ευεργέτης απάσης της κτίσεως ο κατασκευάσας τον άνθρωπον εκ σώματος αισθητού τε και χοϊκού και νοεράς και αθανάτου ψυχής …» (DMITRIEVSKIJ, Opisanie 2, 547)
V) Το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας και του αισθητού κόσμου, αντιγράφοντας τον δυϊστικό Ζωροαστρισμό και άλλες αρχαίες δοξασίες, εμπαίζοντας την σοφία του Θεού που "τα πάντα εν σοφία εποίησε" και αλλοιώνοντας τον αγαθό χαρακτήρα Του "ο Θεός αγάπη εστί".
Οι θέσεις του αυτές σε συνδυασμό με την τυπολογία του, που ήταν χαρακτηριστικό της Π.Δ. και τις παγανιστικές του τελετές και εορτές, κατατάσσουν την «πατερική έκδοση» του Χριστιανισμού στις αρχαίες πολυθεϊστικές μυστικιστικές θρησκείες.
Θρησκείες του «Βιβλίου»
Και οι τρεις Αβρααμικές θρησκείες, θεωρούνται θρησκείες του «ΒΙΒΛΙΟΥ» που σημαίνει υποταγή του «νεκρού» σαρκικού ανθρώπου σε θεϊκούς γραπτούς νόμους και διατάξεις, αν και στην πορεία δέχτηκαν την ανθρώπινη παρέμβαση και την χαλάρωση της ισχύος των. Οι Εβραίοι ανέμειξαν τον Ιουδαϊσμό με την απόκρυφη ιουδαϊκή γραμματεία (παραδόσεις), οι Έλληνες τον Χριστιανισμό με την αρχαία θρησκεία (Φιλοσοφία), και οι Άραβες ανέμειξαν το Ισλάμ (που είναι κράμα Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού , Ζωροαστρισμού και άλλων αρχαίων θρησκειών) με τις αραβικές θρησκευτικές παραδόσεις. Αρκετοί, πριν τον ένατο αιώνα, θεωρούσαν το Ισλάμ ριζοσπαστική χριστιανική αίρεση, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εξ αιτίας των πολλών ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων που έχει ενσωματώσει.
«Άλλωστε, ο ισλαμικός κόσμος στους οκτώ πρώτους αιώνες της ζωής του, βρισκόταν σε δημιουργικό πολιτιστικό διάλογο με τον μεγάλο σεβαστό γείτονα, το ορθόδοξο Βυζάντιο, τόσο ώστε πολλοί μουσουλμάνοι αντιμετώπισαν τον Χριστιανισμό σαν αλλοιωμένο, παραχαραγμένο Ισλάμ, ενώ οι ορθόδοξοι είδαν το Ισλάμ σαν παρεφθαρμένο Χριστιανισμό, ο οποίος δεν έγινε κατανοητός στο βάθος του». (Γιαννουλάτος, 2000: 160-162)
Ο περιούσιος λαός
Ένα κοινό που συνδέει τον Ιουδαϊσμό με τον «Χριστιανισμό» είναι η γέννηση εθνών με τον προσδιορισμό «περιούσιος (=εκλεκτός) λαός» που οδηγεί στην ιδέα για τον Θεό ως «Εθνικό Προστάτη» καπηλεύοντας έτσι την οικουμενικότητα των επαγγελιών Του και τον χαρακτήρα Του.
Στον Ιουδαϊσμό ο περιούσιος λαός ήταν οι βιολογικοί απόγονοι του Αβραάμ.
Στον «πατερικό Ρωμαϊκό Χριστιανισμό» ο περιούσιος λαός ή ο Νέος Ισραήλ ήταν ο βυζαντινός λαός, και το Βυζάντιο ήταν Έθνος Χριστιανών.
«Πέρα όμως από τον αυτοκράτορα και ο υπήκοος του Βυζαντινού κράτους είναι ακραιφνής και πιστός χριστιανός. Πιστεύει ότι το κράτος στο οποίο ανήκει είναι υπό την προστασία του Θεού και απολαμβάνει την εύνοιά Του. Την πίστη αυτή εκφράζει ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα όταν αναφέρει ότι: «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταληθήσεται, θα μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν» (att. Αρβελέρ, 2009). Τα μέλη της βυζαντινής κοινωνίας είναι νομοταγείς υπήκοοι του αυτοκράτορα και προσηλωμένοι στην πίστη τους χριστιανοί, καθοδηγούμενοι από μοναχούς και κληρικούς, ακούουν αδιάκριτα στο όνομα Ρωμαίος ή Χριστιανός, έννοιες ταυτόσημες στο Βυζάντιο, που ο αυτοκράτοράς του Λέων ΣΤ΄ ονομάζει χαρακτηριστικά Έθνος Χριστιανών, ενώ τον βυζαντινό λαό ονόμασαν Περιούσιο ή Νέο Ισραήλ (Αρβελέρ, 2009)».
Η βιβλική γραμμή επαγγελίας για το Ισλάμ διέρχεται μέσω του Ισμαήλ. Όσοι δε αποδέχονται την θρησκεία του Ισλάμ (=υποταγή) ονομάζονται μουσλίμ (muslim) δηλαδή «υποταγμένος στον Ύψιστο».
Ο Χριστός είναι το τέλος του γραπτού Νόμου
Όμως το "τέλος του νόμου είναι ο Χριστός". Η εκπλήρωση λοιπόν των τύπων του Νόμου και των προφητειών της Π.Δ. από τον Ιησού Χριστό (Ματθ. 5:17) ξεπερνά το «ΒΙΒΛΙΟ». Άλλωστε σχετικά με την Καινή Διαθήκη λέει:
«Γιατί αυτή [είναι] η διαθήκη που θα κάνω με τον οίκο Ισραήλ μετά τις ημέρες εκείνες, λέει [ο] ΚΥΡΙΟΣ: Θα δώσω [τους] νόμους μου στη διάνοιά τους και πάνω στις καρδιές τους θα τους γράψω, και θα είμαι σ’ αυτούς Θεός και αυτοί θα μου είναι λαός. Και δε θα διδάξουν καθένας τον συμπολίτη του και καθένας τον αδελφό του λέγοντας: «Γνώρισε τον ΚΥΡΙΟ». Γιατί όλοι τους θα με ξέρουν, από [τον] μικρό ως [τον] μεγάλο από αυτούς». (Εβρ. 8:10-11)
Συμπέρασμα
Ο Χριστός λοιπόν έθεσε αντίπαλο στο «Νόμο» τη «Χάρη» και στη «Σάρκα» το «Πνεύμα». Ο Νεο-γεννηθείς Πνευματικός άνθρωπος, ο εν Χριστώ, η «Νέα κτίση» είναι αυτός που θα ζήσει αιώνια και θα κληρονομήσει. Ο σαρκικός άνθρωπος αν και περπατάει επί της γης είναι νεκρός. Οι Αβρααμικές θρησκείες του «Βιβλίου» δεν έχουν δύναμη να τον ζωοποιήσουν «γιατί το Γράμμα σκοτώνει, αλλά το Πνεύμα ζωοποιεί» (Β΄ Κορ. 3:6), «Ο δε Κύριος είναι το Πνεύμα· και όπου είναι το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί ελευθερία». (2Κορ. 3:17)
Φεύγετε των θρησκειών, Χριστός η ζωή ημών
<< Επιστροφή στην Αρχική σελίδα